ἐπιβουλία

From LSJ
Revision as of 12:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβουλία Medium diacritics: ἐπιβουλία Low diacritics: επιβουλία Capitals: ΕΠΙΒΟΥΛΙΑ
Transliteration A: epiboulía Transliteration B: epiboulia Transliteration C: epivoulia Beta Code: e)pibouli/a

English (LSJ)

ἡ, treachery, Pi.N.4.37, D.S.26.15.

German (Pape)

[Seite 930] ἡ, dasselbe, Pind. N. 4, 37.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβουλία: ἡ Pind., Diod. = ἐπιβουλή 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβουλία: ἡ, δόλος, προδοσία, ἐπιβουλή, Πινδ. Ν. 40. 60, Διοδ. Ἀποσπ. 569. 2.

English (Slater)

ἐπῐβουλία treachery ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (v.l. ἐπιβουλίαις, cf. (O. 10.41) ) (N. 4.37)

Greek Monolingual

η (Α ἐπιβουλία) επίβουλος
νεοελλ.
ονομασία μικρού σιφωνοφόρου
αρχ.
επιβουλή.