ἐπιβουλία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, treachery, Pi.N.4.37, D.S.26.15.
German (Pape)
[Seite 930] ἡ, dasselbe, Pind. N. 4, 37.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβουλία: ἡ Pind., Diod. = ἐπιβουλή 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβουλία: ἡ, δόλος, προδοσία, ἐπιβουλή, Πινδ. Ν. 40. 60, Διοδ. Ἀποσπ. 569. 2.
English (Slater)
ἐπῐβουλία treachery ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (v.l. ἐπιβουλίαις, cf. (O. 10.41) ) (N. 4.37)
Greek Monolingual
η (Α ἐπιβουλία) επίβουλος
νεοελλ.
ονομασία μικρού σιφωνοφόρου
αρχ.
επιβουλή.