ἀνθρωποειδής

From LSJ
Revision as of 12:04, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποειδής Medium diacritics: ἀνθρωποειδής Low diacritics: ανθρωποειδής Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: anthrōpoeidḗs Transliteration B: anthrōpoeidēs Transliteration C: anthropoeidis Beta Code: a)nqrwpoeidh/s

English (LSJ)

ἀνθρωποειδές, like a man, in human shape, manlike, of human appearance, anthropomorphic, τύπος Hdt.2.86; θεὸν ἀνθρωποειδέα οὐδένα γενέσθαι ib.142; θηρίον Phryn.PS p.6B.; θεοί Arist.Metaph.997b10, Phld.Piet.15, al.; πίθηκοι Arist. HA502a24; of zodiacal signs, Ptol.Tetr.145. Adv. ἀνθρωποειδῶς = with human appearance D.L.10.139.

Spanish (DGE)

-ές
1 de forma humana τύπος Hdt.2.86, Ph.2.298, de los signos del Zodiaco ζῴδια Heph.Astr.App.3.5.19, PMag.12.124, cf. Ptol.Tetr.3.12.12, Corp.Herm.Fr.23.18, 20, θηρίον Phryn.PS p.6, Ph.2.194
de dioses antropomorfo Hdt.2.142, Arist.Metaph.997b10, Epicur.Sent.[5] 1.6, Phld.Piet.p.82.16, τὸ θεῖον Clem.Al.Strom.7.5.29
de los monos antropomorfo, antropoide Arist.HA 502a24
de ídolos, Clem.Al.Strom.1.15.71
de los ángeles, Dion.Ar.Ep.M.3.1100A
de la unión de ambas naturalezas en Cristo, Leont.H.Monoph.M.86.1869A.
2 humano φύσις Hp.Morb.4.32, φαντασία Plu.2.1121c.

German (Pape)

[Seite 234] ἐς, menschenähnlich, θηρίον Aesch. frg.; θεός, ξύλινος τύπος, in Menschengestalt, Her. 2, 142. 86; Arist. u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a forme humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωποειδής: человекоподобный, человекообразный (ξύλινος τόπος Her.; πίθηκοι Arst.; εἰκὼν θεοῦ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποειδής: -ές, ὅμοιος ἀνθρώπῳ, ἀνθρωπόμορφος, ξύλινον τύπον ἀνθρωποειδέα Ἡρόδ. 2. 86· ἔλεγον θεὸν ἀνθρ. οὐδένα γενέσθαι αὐτόθι 142· θεοὶ Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 22· ἐπὶ τῶν πιθήκων, αὐτ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 53· «ἀνθρωποειδὲς θηρίον ὕδατι συζῶν, ἐπὶ τοῦ Γλαύκου, ἀναφανέντος ἐκ τῆς θαλάσσης· Αἰσχύλος» Α. Β. 5. 21. ― Ἐπίρρ. -δῶς Διογ. Λ. 10. 139.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀνθρωποειδής) ανθρωπόμορφος, αυτός που μοιάζει με άνθρωπο
(«ἀνθρωποειδεῖς θεοί», «ἀνθρωποειδεῖς πίθηκοι»
Αριστοτέλης).

Greek Monotonic

ἀνθρωποειδής: -ές (εἶδος), όμοιος με άνθρωπο, όμοιος προς την ανθρώπινη μορφή, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

εἶδος
like a man, in human form, Hdt.