ἐντεριώνη

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντεριώνη Medium diacritics: ἐντεριώνη Low diacritics: εντεριώνη Capitals: ΕΝΤΕΡΙΩΝΗ
Transliteration A: enteriṓnē Transliteration B: enteriōnē Transliteration C: enterioni Beta Code: e)nteriw/nh

English (LSJ)

ἡ, inmost part, pith or heart-wood of plants, Hp.Mul. 1.78, Thphr. HP 3.17.5, 1.2.6, Porph.Gaur.3.3, Luc.VH2.37.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 parte interior, corazón, médula bot. σικύης ἐντεριώνη Hp.Mul.1.78, cf. Dsc.Eup.2.83.3, Thphr.HP 1.2.6, de arbustos y árboles, Thphr.HP 3.12.1, 13.4, 5.1.9, Gal.5.602, Plu.2.269a, Basil.Hex.5.7 (p.81)
de frutos pulpa Luc.VH 2.37, Aët.6.13, Orib.45.29.2, incluidas las pepitas, Gr.Nyss.Hom.Opif.20.290
esp. anat. ἐντεριώνη τῶν νεύρων médula, parte interna de los nervios Gal.5.602, 645.
2 entom. γῆς ἐντεριώνη = gusano, lombriz ἢ ὡς ἕλμιγγα ἤτοι γῆς ἐντεριώνην καταλείψω Epiph.Const.Haer.71.6.2.
3 p. ext., náut. la parte interna y más profunda de la nave, panza Hdn.Gr. en Sch.Ar.Eq.1185a, glos. a ἐντερόνεια Hsch.

German (Pape)

[Seite 855] ἡ, = Folgdm, Arist. plant. 2, 8; nach Theophr. = μήτρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐντεριώνη:сердцевина (τῶν φυτῶν Arst., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεριώνη: ἡ, τὸ ἐσώτατον μέρος, ἡ καρδία τῶν φυτῶν, Ἱππ. 624, 24, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 8, 4· μήτρα δὲ τὸ μεταξὺ τοῦ ξύλου, τρίτον ἀπὸ τοῦ φλοιοῦ, οἷον ἐν τοῖς ὀστοῖς μυελός. καλοῦσι δέ τινες τοῦτο καρδίαν, οἱ δ’ ἐντεριώνην· ἔνιοι δὲ τὸ ἐντὸς τῆς μήτρας αὐτῆς καρδίαν, οἱ δὲ μυελὸν Θεοφρ. π. Φυτ. 1. 2, 6, πρβλ. 3. 17, 5, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐντεριώνη· τὸ ἐντὸς τοῦ ἀγρίου σικυοῦ, ἢ τὰ ἔνδον», πρβλ. ἐντερόνεια.

Greek Monolingual

η (AM ἐντεριώνη)
το εσωτερικό μέρος του βλαστού ή της ρίζας τών φυτών, καρδιά, ψίχα.