εμφύω
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
Greek Monolingual
(AM ἐμφύω)
1. φυτρώνω ή φυτεύω μέσα σε κάτι
2. μέσ. προσκολλώμαι σε κάτι ή σε κάποιον, γατζώνομαι, πιάνομαι («παλαιστρικῶν ἀνδρῶν τεχνωμένων κνήμαιν περιπλέγδην ἐμφύεσθαι», Ευστ.)
μσν.
1. ενεργ. κάνω να φυτρώσει
2. μέσ. ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι ξαφνικά
3. γίνομαι, καθίσταμαι
αρχ.
1. εμβάλλω, εμφυτεύω
2. φυτρώνω πάνω σε κάτι («ὅθι τε πρῶται τρίχες ἵππων κρανίῳ ἐμπεφύασι», Ομ. Ιλ.)
3. μτφ. είμαι έμφυτος
4. γεννιέμαι, αναπτύσσομαι
5. παίρνω το μέρος κάποιου, πρόσκειμαι σε κάποιον ευνοϊκά
6. μέσ. προσκολλώμαι πνευματικά κάπου, πρόσκειμαι
7. (η μτχ, παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐμπεφυκὼς, -υῑα, -ός
έμφυτος
8. φρ. α) «ἐμπεφυκὼς πόνος» — σταθερός πόνος
β) «ὀδὰξ ἐμφύομαι» — χώνω βαθιά τα δόντια, δαγκώνω δυνατά.