σμίλαξ

From LSJ
Revision as of 16:20, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

(I)
η / σμῑλαξ, -ίλακος, ΝΑ
γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών ποωδών ή αποξυλωμένων φυτών, συνήθως αναρριχητικών, το οποίο σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες της τάξης λιλιώδη, περιλαμβάνει 300 περίπου είδη και είναι γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες αρκουδόβατος, ξυλόβατος κ.ά.
αρχ.
1. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό δρυς η αρία
2. το φυτό μίλος
3. φρ. α) «σμῑλαξ ἡ κηπαία» — το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό φασίολος ο κοινός
β) «σμῑλαξ ἡ λεία» — το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό περιαλλόκαυλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία εμφανίζει επίθημα -αξ, -ακος, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. δόναξ)].
(II)
ὁ, Μ
η σμίλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη + επίθημα -αξ (πρβλ. πλούταξ)].