ἀκαλανθίς

From LSJ
Revision as of 09:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰλανθίς Medium diacritics: ἀκαλανθίς Low diacritics: ακαλανθίς Capitals: ΑΚΑΛΑΝΘΙΣ
Transliteration A: akalanthís Transliteration B: akalanthis Transliteration C: akalanthis Beta Code: a)kalanqi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = ἀκανθίς, Ar.Pax1079, Ant.Lib.9.3; epithet of Artemis, Ar.Av.S72 (Lacon. ἀκκαλανσίρ (sic), Hsch.; ἀκάλανθος, AB370; ἀκαλάνθεια, EM44.26).

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
• Alolema(s): lacon. ἀκαλανσίρ Hsch.α 2421; ἀκαλάνθεια EM α 606; ἀκάλανθος AB 370
orn. jilguero, Carduelis carduelis (L.), Ar.Pax 1078, Ant.Lib.9.3, Et.Gen.α 290, Et.Sym.α 356
epít. burlesco de Ártemis, Ar.Au.872, cf. ἀκανθίς.

German (Pape)

[Seite 67] ίδος, ἡ, ein Vogel, = ἀκανθίς; s. Ar. Av. 871; aber Pax 1044 ist es ein Hundename; cf. Paroemiogr. app. 1, 12.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰλανθίς: ίδος ἡ зоол. щегленок Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰλανθίς: -ίδος, ἡ, = ἀκανθίς, Ἀριστοφ. Ὄρ. 872· πρβλ. Εἰρ. 1076.

Greek Monolingual

ἀκαλανθίς (-ίδος), η (Α)
1. αρχαία ελλην. ονομασία της καρδερίνας
«χἠ κώδων ἀκαλανθὶς ἐπειγομένη τυφλὰ τίκτει» (Αριστοφ. Ειρ. 1079)
2. επίθετο της Αρτέμιδος
«Λητοῑ Ὀρτυγομήτρα καὶ Ἀρτέμιδι Ἀκαλανθίδι» (Αριστοφ. Όρν. 871).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ἄκανθα
ἀκαν-ανθίς. με ανομοίωση, κατ’ επίδραση της λ. ἀκαλήφη, είτε από τ. ἀκανθαλίς, με μετάθεση (ἀκ-ανθ-αλ-ὶς > ἀκαλανθίς)].

Greek Monotonic

ἀκᾰλανθίς: -ίδος, ἡ = ἀκανθίς, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

= ἀκανθίς. See also: ἄκανθα

Middle Liddell

= ἀκανθίς, Ar.

Frisk Etymology German

ἀκαλανθίς: = ἀκανθίς,
{akalanthís}
See also: s. ἄκανθα.
Page 1,50