περίκηπος

From LSJ
Revision as of 10:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan

Menander, Monostichoi, 415
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκηπος Medium diacritics: περίκηπος Low diacritics: περίκηπος Capitals: ΠΕΡΙΚΗΠΟΣ
Transliteration A: períkēpos Transliteration B: perikēpos Transliteration C: perikipos Beta Code: peri/khpos

English (LSJ)

ὁ,
A garden near a town or round a house, PCair.Zen. 193.8 (iii B. C.), PSI5.547.22 (iii B. C.), D.S.34/5.2.13, D.L.9.36; opp. παράδεισος, Longus 4.19,28,29.
2 border of a garden-plot, Sch. Ar.V.478, Phot. and Suid. s.v. οὐδ' ἐν σελίνοις.

German (Pape)

[Seite 579] ὁ, Garten um die Stadt od. das Haus, Sp., vgl. D. L. 9, 36; auch Gang um den Garten herum, Long. 4, 20. 21. – Rand, Einfassung der Gartenbeete, Suid. u. Phot. οὐδ' ἐν σελίνοις; vgl. Schol. Ar. Vesp. 478.

Russian (Dvoretsky)

περίκηπος:
1 сад при доме Diog. L.;
2 загородный сад Diod.

Greek (Liddell-Scott)

περίκηπος: ὁ, κῆπος περὶ πόλιν τινὰ ἢ οἰκίαν, Διοδ. Ἐκλογ. 527. 63, Διογ. Λ. 9. 36. 2) δρόμοςχῶρος πέριξ κήπου, Λόγγος 4. 20. 3) ἡ ἄκρα ἡ περὶ τὸ πεφυτευμένον μέρος τοῦ κήπου, «ἐν γὰρ τοῖς λεγομένοις περικηπίοις τὰ σέλινα καὶ τὰ πήγανα κατεφύτευον» Ἡσύχ. ἐν λέξ. οὐδ’ ἐν σελίνοις, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 480, Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. κήπος στο άκρο πόλης ή γύρω από οικία
2. δρόμος ή χώρος γύρω από κήπο
3. το περικήπιον.