μηκηθμός
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ὁ, = μηκασμός (bleating), Opp. C. 2.359.
German (Pape)
[Seite 171] ὁ, = μηκασμός, Opp. Cyn. 2, 359.
Greek (Liddell-Scott)
μηκηθμός: ὁ, = μηκασμός, Ὀππ. Κυν. 2. 339. (Πρβλ. μυκηθμός).
Greek Monolingual
μηκηθμός, ὁ (Α)
η φωνή τών ζώων, ο μηκασμός («διὰ τοῦ μηκηθμοῦ τῆς ὄνου», Γρηγ. Νύσσ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηκ-ῶμαι + επίθημα -ηθμός (πρβλ. βρυχηθμός)].
Translations
Bulgarian: блеене; Catalan: bel; Czech: bečení, bek; Danish: mæh; Dutch: geblaat; English: bleating; Faroese: jarm, jarman, jarming; Finnish: määkiminen, määintä; French: bêlement, béguètement; German: Blöken; Greek: βέλασμα; Ancient Greek: βληχή, βλαχά, βληχάς, βλήχησις, βληχηθμός, βλήχημα, βρύχημα, βληχητόν, βλῆ, βῆ, φθογγή, μηκηθμός, μηκασμός, μηκάς; Hebrew: פעיה, חניבה; Icelandic: jarmur; Ido: bramo; Indonesian: embik, embek, embek; Italian: belato; Kurdish Central Kurdish: باع, باڵاندن; Latin: balatus; Malay: embek; Old English: blǣt, *blǣtung; Polish: bek; Portuguese: balido; Russian: блеянье, блеяние; Spanish: balido; Swedish: bräkande; Tagalog: mee, me