βῆ

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source

German (Pape)

[Seite 442] drückt das Geblök der Schafe aus, Cratin. bei Suid. u. Ar. in B. A. 85.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἔβη, 3ᵉ sg. ao.2 de βαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βῆ poët. indic. stamaor. 3 sing. van βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

βῆ: (= ἐβη) поэт. 3 л. sing. aor. 2 к βαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

βῆ: βῆ, μπαι … αῖ, ἡ βληχὴ τῶν προβάτων, βῆ βῆ λέγων βαδίζει Κρατῖν. Διον. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 562, Varro R. R. 2. 1.Βήμα
βῆμα, τό, (βαίνω) βάδισμα, διασκέλισμα, πάτημα, πορεία, Ὑμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 222, 345, Πίνδ. Π. 3. 75, Αἰσχύλ. Χο. 799· σπουδῇ … βημάτων πορεύεται Εὐρ. Ἀνδρ. 880· βῆμα διαβεβηκὼς τοσόνδε Ἀριστοφ. Ἱππ. 76· ἐν Σοφ. Ἠλ. 164 λαμβάνει εἶδός τι μεταβ. σημασίας, Διὸς εὔφρόνι βήματι μολεῖν, ὁδοιπορῆσαι ὑπὸ τὴν ἀγαθὴν ὁδηγίαν τοῦ Διός, ὡς το πομπῇ Διός, 2) ὡς μέτρον μήκους τὸ βῆμα, = 10 παλαισταί, περίπου 2 ½ πόδες, Ἥρων ἐν Ἀναλ. Βενεδικτ. σ. 309. ΙΙ. = βάθρον, βῆμα, κάθισμα, Σοφ. Ο. Κ. 193· - ὑψηλή τις θέσιςἔδαφος, ὁπόθεν ὁμιλεῖ τις ἐνώπιον δημοσίας συνελεύσεως, κτλ., Λατ. rostra, suggestus, Θουκ. 2. 34· ἰδίως ἐν Ἀθήναις ἐν τῇ Πυκνί, Ἀντιφῶν 146. 7, Δημ. 53. 8, κτλ. Ἐν τοῖς δικαστηρίοις ὑπῆρχον δύο βήματα, τὸ μὲν διὰ τὸν ἐνάγοντα, τὸ δὲ διὰ τὸν ἐναγόμενον, ὁ αὐτ. 1176. 2, Αἰσχίν. 83. 32, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 382. 2) = θυμέλη, Πολυδ. Δ΄, 123· β, θεήτρου Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 820. 3) βάσις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3595, 36.

English (Autenrieth)

see βαίνω.

Spanish (DGE)

onomat. del balido be ὁ δ' ἠλίθιος ὥσπερ πρόβατον βῆ βῆ λέγων βαδίζει Cratin.45, κελεύει βῆ λέγειν Ar.Fr.648, cf. Hsch.β 554, Eust.1721.26.

Greek Monotonic

βῆ: Επικ. αντί ἔβη, γʹ ενικ. αορ. βʹ του βαίνω.

Middle Liddell

baa, the cry of sheep, Cratin.

Translations

bleat

Albanian: blegërij; Arabic: ⁧ثُغَاء⁩, ⁧مَأْمَأَة⁩; Bulgarian: блеене; Catalan: bel; Czech: bečení, bek; Danish: mæh; Dutch: geblaat; Esperanto: beo; Faroese: jarm, jarman, jarming; Finnish: määkiminen, määintä; French: bêlement, bêlement, béguètement; German: Blöken; Greek: βέλασμα; Ancient Greek: βῆ, βλαχά, βλῆ, βληχάς, βληχή, βληχηθμός, βλήχημα, βλήχησις, βληχητόν, βρύχημα, μηκάς, μηκασμός, μηκηθμός, φθογγή; Hebrew: ⁧פעיה⁩, ⁧חניבה⁩; Icelandic: jarmur; Ido: bramo; Indonesian: embik, embek, embek; Italian: belato; Kurdish Central Kurdish: ⁧باع⁩, ⁧باڵاندن⁩; Latin: balatus; Malay: embek; Old English: blǣt, *blǣtung; Polish: bek; Portuguese: balido; Russian: блеянье, блеяние; Scottish Gaelic: meig, migead, meigead; Serbo-Croatian: blejanje; Spanish: balido; Swedish: bräkande; Tagalog: mee, me; Turkish: me, meleme