πολυφόνος

From LSJ
Revision as of 10:01, 24 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυφόνος Medium diacritics: πολυφόνος Low diacritics: πολυφόνος Capitals: ΠΟΛΥΦΟΝΟΣ
Transliteration A: polyphónos Transliteration B: polyphonos Transliteration C: polyfonos Beta Code: polufo/nos

English (LSJ)

πολυφόνον, murderous, E.HF420 (lyr.), Rh.62.465.

German (Pape)

[Seite 676] viel tödtend, χείρ, κύων, Eur. Rhes. 62 Herc. f. 420.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très meurtrier.
Étymologie: πολύς, φόνος.

Russian (Dvoretsky)

πολύφονος: убивающий многих (χείρ Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφονος -ον [πολύς, φόνος] moorddadig.

Greek (Liddell-Scott)

πολυφόνος: -ον, πολὺ φονικός, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 420, Ρῆσ. 52.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ φονικός («κτείνων 'Αχαιοὺς τῇδε πολυφόνῳ χερί», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φονος (< φόνος), πρβλ. ωκυφόνος.