μυρμηκιά
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
English (LSJ)
or μυρμηκία, ἡ,
A ant-hill, Dinol.12 (nisi leg. -ιᾶν), Arist.HA534b23, Theophrastus Sign.22.
II metaph.,
1 throng of people, as in a crowded lecture-room, Hsch.; also μ. ἀγαθῶν Com.Adesp. 828.
2 ᾄδων (sic Fritzsche pro ἄγων) ἐκτραπέλους μυρμηκιάς trills and arpeggios, Pherecr.145.23; cf. μύρμηξ 1.2.
III wart, differing from ἀκροχορδών, which has a neck, whereas μυρμηκία spreads under the skin, also the irritation caused thereby, which was compared to the creeping of ants, Hp.Liqu.4, Ph.2.225, Dsc.1.68, Heliod. ap.Orib.45.14.1, Poll.4.195.
2 similar disease in a horse, Hippiatr. 82.
German (Pape)
[Seite 220] ἡ, Ameisenhaufe; Arist. H. A. 4, 8; Luc. Icarom. 19, Plut. u. a. Sp. Sprichwörtlich ὁ πτύσας εἰς μυρμηκιὰν οἰδεῖ τὰ χείλη, Hesych. u. A.; μ. ἀγαθῶν ἐπὶ πλήθους εὐδαιμονίας, Zen. 1, 11. – Übertr., eine Menge, eine Versammlung, z. B. von Schülern, dah. Hesych. es auch erkl. ἐπὶ διδασκαλείου καὶ συμφοιτήσεως.
Greek (Liddell-Scott)
μυρμηκιά: ἢ -ία, ἡ, φωλεὰ μυρμήκων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27, Θεοφρ. π. Σημείων Ὑδάτ. κτλ. 1. 22· - μεταφορ., πλῆθος ἀνθρώπων, πυκνὸν ἀκροατήριον, ἐπὶ διδασκαλείου, Ἡσύχ.· μ. λόγων Εὐστ. Πονημ. 326. 18· μ. ἀγαθῶν αὐτόθι 194. 46. ΙΙ. μεταφορ., ᾄδων (κατὰ τὸν Fritzsche ἀντὶ ἄγων) ἐκτραπέλους μυρμηκιὰς Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 1. 23, ἐπὶ τῆς ἀνοήτου οἰήσεως κιθαριστοῦ ἢ ἀοιδοῦ, ὅστις ἀναβιβάζει καὶ καταβιβάζει τὴν φωνὴν αὑτοῦ ἐν τῇ μουσικῇ κλίμακι καὶ κατὰ πάντα τρόπον ἀναμιγνύει τοὺς φθόγγους, ὥστε περιπλέκει αὐτοὺς ὥς τινα μυρμήκων φωλεάν· πρβλ. Meineke ἐν τόπῳ· ὁ Ἀριστοφ. καλεῖ τὰς τοιαύτας διακοσμήσεις τῆς ποιήσεως μύρμηκος ἀτραπούς, Θεσμ. 100. ΙΙΙ. ἐξάνθημα σαρκῶδες ἐν τῇ παλάμῃ τῆς χειρὸς ἢ ἐν τῷ πέλματι τοῦ ποδὸς διαφέρον ἀπὸ τῆς ἀκροχορδόνος, ἥτις ἔχει στενὴν τὴν βάσιν καὶ νομίζει τις ὅτι κρέμαται ἐκ χορδῆς, ἐν ᾧ ἡ μυρμηκιὰ πλατεῖαν ἔχει τὴν βάσιν καὶ ἐξαπλοῦται ὑπὸ τὸ δέρμα· ὡσαύτως δὲ σημαίνει καὶ τὸν ἐξ αὐτῆς ἐρεθισμόν, ὅστις ὁμοίαν αἴσθησιν ἐμποιεῖ πρὸς τὰ δήγματα μυρμήκων καὶ πρὸς τὸν ἐξ αὐτῶν κνησμόν, Λατ., formicatio Πολυδ. Δ΄, 195, πρβλ. Παῦλ. Αἰγ. 4. 15· - παρὰ Κέλσῳ 5, μυρμήκια, τά.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μυρμηκιά)
βλ. μυρμηγκιά (Ι).
Translations
Aromanian: furnicar, furnicami; Asturian: formigueru; Azerbaijani: qarışqa yuvası; Bashkir: иләү; Basque: inurritegi; Belarusian: мурашнік; Bulgarian: мравуняк; Burmese: ခြတောင်ပို့; Catalan: formiguer, termiter; Chinese Mandarin: 蟻丘, 蚁丘; Czech: mraveniště; Danish: myretue; Dutch: mierenhoop, mierennest; Esperanto: formikejo; Estonian: sipelgapesa, termiidipesa; Finnish: muurahaiskeko; French: fourmilière, termitière; Friulian: furmiâr; Galician: formigueiro; Georgian: ჭიანჭველების ბუდე; German: Ameisenhaufen, Ameisenhügel; Greek: μυρμηγκοφωλιά; Ancient Greek: μυρμηκιά, μυρμηκία; Hungarian: hangyaboly; Icelandic: mauraþúfa; Interlingua: formicario; Irish: nead seangán; Italian: formicaio; Japanese: 蟻塚, アリの巣, 蟻の塔; Kashubian: mrowiszcze; Kazakh: илеу; Korean: 개미집; Kyrgyz: кумурска уясы; Lao: ຂວຍມົດ; Latin: formicarium, formicarum agmen; Macedonian: мравјалник; Malay: busut; Malayalam: പുറ്റ്, ചിതൽപുറ്റ്; Maltese: bejta tan-nemel; Mongolian: шоргоолжны үүр; Nahuatl Classical: āzcaxālli, tzīcatepētl, āzcapōtzalli; Highland Puebla: a̱scata̱l; Northern Puebla: ascapotzali; Tetelcingo: tetzicatlöli̱, tzicatlöli̱; Navajo: wááláchíí bighan; Norman: freunmionniéthe; Norwegian Bokmål: maurtue; Nynorsk: maurtue, maurtuve; Old English: ǣmethyll; Persian: آشیان مور; Polish: mrowisko; Portuguese: formigueiro, cupinzeiro; Quechua: sik'imira; Romanian: furnicar, mușuroi; Russian: муравейник; Serbo-Croatian Cyrillic: мравињак; Roman: mravinjak; Slovak: mravenisko; Slovene: mravljišče; Spanish: hormiguero; Swahili: kichuguu; Swedish: myrstack; Tagalog: punso, bahay-langgam, bahay-anay, pusyo; Tajik: мурчахона, мӯрчахона; Thai: รังมด; Turkish: karınca yuvası; Ukrainian: мурашник; Uzbek: chumoli uyasi; Vietnamese: tổ kiến; West Coast Bajau: punsu