οκταετηρίδα
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
Greek Monolingual
η (Α ὀκταετηρίς και ὀκτωετηρίς, -ίδος)
χρονικό διάστημα που απαρτίζεται από οκτώ χρόνια, οκταετία
νεοελλ.
η όγδοη επέτειος
αρχ.
αστρον. ημερολογιακό σύστημα που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελλάδα από τον 6ο π.Χ. αιώνα και κατά το οποίο παρεμβάλλονταν ανά οκταετία τρεις μήνες για να καλύπτεται η διαφορά ανάμεσα στο σεληνιακό και στο ηλιακό έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -ετηρίς (< ἐτήρ), πρβλ. δεκαετηρίς].