ἐπιψηλαφάω

Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

feel by passing the hand over the surface, τι Pl.R. 360a; ἐ. τινός feel for it, Id.Prt.310c.

German (Pape)

[Seite 1006] betasten, anfassen, τὸν δακτύλιον Plat. Rep. II, 360 a; c. gen., τοῦ σκίμποδος Prot. 310 c.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tâter, manier en tâtonnant.
Étymologie: ἐπί, ψηλαφάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιψηλᾰφάω: ощупывать, нащупывать (τὸν δακτύλιον Plat.): ἐπιψηλαφήσας τοῦ σκίμποδος, ἐκαθέζετο Plat. нащупав койку, (Гиппократ) сел.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιψηλᾰφάω: ψηλαφῶ τὴν ἐπιφάνειάν τινος, ἐπιψηλαφῶντα τὸν δακτύλιον Πλάτ. Πολ. 360Α· ἐπιψηλαφήσας τοῦ σκίμποδος, ψηλαφήσας καὶ εὐρὼν τὸν σκίμποδα, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 310 C.

Greek Monotonic

ἐπιψηλᾰφάω: αισθάνομαι περνώντας το χέρι πάνω απ' την επιφάνεια, νιώθω με την αφή, ψηλαφώ, σε Πλάτ.· ἐπιψηλαφάω τινός, συμπονώ, συμπάσχω, συμμερίζομαι, στον ίδ.

Middle Liddell


to feel by passing the hand over the surface, Plat.; ἐπ. τινός to feel for it, Plat.