ἀνεχέγγυος

From LSJ
Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεχέγγυος Medium diacritics: ἀνεχέγγυος Low diacritics: ανεχέγγυος Capitals: ΑΝΕΧΕΓΓΥΟΣ
Transliteration A: anechéngyos Transliteration B: anechengyos Transliteration C: anecheggyos Beta Code: a)nexe/gguos

English (LSJ)

ἀνεχέγγυον, unwarranted, διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι because they had no sure confidence in themselves, Th.4.55.

Spanish (DGE)

-ον
inseguro, indeciso, que no tiene confianza en sí mismo διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι Th.4.55, ἀνεχέγγυος· ἄπιστος Hsch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne sait où se fier, irrésolu.
Étymologie: , ἐχέγγυος.

German (Pape)

unverbürgt, Thuc. 4.55 διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι, weil sie kein festes Vertrauen zu sich hatten.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεχέγγυος: досл. не гарантированный, не обеспеченный залогом, перен. ненадежный: ἡ γνώμη ἀ. Thuc. неуверенность в своих силах, нерешительность.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεχέγγυος: -ον, ὁ μὴ παρέχων ἐγγύησιν, διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι, ἐπειδὴ δὲν εἶχον βεβαίαν ἐμπιστοσύνην εἰς ἑαυτούς, Θουκ. 4. 55.

Greek Monolingual

-ον (Α ἀνεχέγγυος)
αυτός που δεν παρέχει εχέγγυα, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη.

Greek Monotonic

ἀνεχέγγυος: -ον, αυτός που δεν παρέχει εγγύηση, ασφάλεια ή εμπιστοσύνη, σε Θουκ.

Middle Liddell


not giving surety or confidence, Thuc.