ἀξιόπλοκος
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
German (Pape)
[Seite 270] στέφανος, des Windens werth, Ignat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιόπλοκος: -ον, ὁ ἀξίως πεπλεγμένος, στέφανος Ἰγνατ. ἐπιστολ. πρὸς Μαγν. 13. σ. 21.
Spanish (DGE)
-ον convenientemente entrelazado στέφανος Ign.Magn.13.1.
Greek Monolingual
ἀξιόπλοκος, -ον (Α)
αυτός που έχει επάξια πλεχθεί («αξιόπλοκος στέφανος», Ιγνάτιος Θεοφ.)