ὑπέρπονος
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
English (LSJ)
ὑπέρπονον, quite worn out, διὰ γῆρας Plu.Alex.61, cf. Anon. ap. Suid. s.v. ὑπερπνιγεῖς.
German (Pape)
[Seite 1201] akt., sich übermäßig anstrengend, auch durch übermäßige Anstrengung abgemattet, Plut. Alex. 61 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
épuisé par la fatigue ou épuisé par la souffrance.
Étymologie: ὑπέρ, πόνος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρπονος: крайне измученный (ὑ. γενόμενος διὰ γῆρας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπονος: -ον, ὑπὲρ τὸ δέον καταπεπονημένος, διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος Πλουτ. Ἀλέξ. 61.
Greek Monolingual
-ον, Α
καταβεβλημένος από υπέρμετρους κόπους («διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πόνος (πρβλ. ἐπίπονος)].
Greek Monotonic
ὑπέρπονος: -ον, καταπονημένος, σε Πλούτ.