διαυγέω

From LSJ
Revision as of 10:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαυγέω Medium diacritics: διαυγέω Low diacritics: διαυγέω Capitals: ΔΙΑΥΓΕΩ
Transliteration A: diaugéō Transliteration B: diaugeō Transliteration C: diavgeo Beta Code: diauge/w

English (LSJ)

A dawn, ἡμέρας -ούσης Plu.Arat.22, D.H.5.49.
II ἧττον δ. to be less obvious, of a tumour, Antyll. ap. Orib.46.27.4.
III Pass., to be transparent, Gal.7.88, Hsch.

Spanish (DGE)

I amanecer ἡμέρας <δ'> ἤδη διαυγούσης Plu.Arat.22, cf. D.H.5.49.
II 1ser perceptible, manifestarse de un tumor ὄγκος αὐτοῖς ἧσσον διαυγήσει καὶ ἀντιμεταστήσεται βραδύτερον en cierto tipo de hidrocefalia, Antyll. en Orib.46.28.4, cf. en v. med. διαυγεῖσθαι· διορᾶσθαι Hsch.
2 en v. med., de la córnea ser transparente ὅταν ... τὴν πρὸ αὐτῆς μοῖραν τοῦ κερατοειδοῦς διαυγουμένην ἀμέμπτως ἔχῃ Gal.7.88.
3 en v. act. y med. resplandecer χλωρότης λαμπρὸν διαυγουμένη Gal.19.155, (λίθος) διαυγεῖ δὲ ὡς πῦρ Aët.2.33.

German (Pape)

[Seite 609] = διαυγάζω; ἡμέρας ἤδη διαυγούσης Plut. Arat. 22; vgl. διαυγάω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
briller à travers, commencer à briller, poindre.
Étymologie: διά, αὐγέω.

Russian (Dvoretsky)

διαυγέω: Plut. = διαυγάζω 2.

Greek (Liddell-Scott)

διαυγέω: διαυγάζω, Πλούτ. Ἀράτ. 22, Διον. Ἁλ. 5.49 (κοινῶς διαυγώσης ἀντὶ τοῦ διαυγούσης), Ἄντυλ. (Ὀρειβ. 122, Cocch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαυγέω [διαυγής] glans verspreiden:. ἡμέρας δ’ ἤδη διαυγούσης toen de dageraad reeds gloorde Plut. Arat. 22.9.