βαθύπλουτος
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
English (LSJ)
βαθύπλουτον, exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, immensely rich, ultrarich, superrich, filthy rich ζωά B.3.82; χθών A.Supp.554 (lyr.); Εἰρήνα E.Fr.453, copied by Ar.Fr.109; of persons, Ph.1.635, Alciphr.3.10; β. κατασκευαὶ οἰκιῶν D.H.20.4.
Spanish (DGE)
(βᾰθύπλουτος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de abundante y sólida riqueza, opulento ζωὰν βαθύπλουτον τελεῖς B.3.82, χθών A.Supp.554, cf. Fr.451g.3, εἰρήνα E.Fr.4.104O.M., Ar.Fr.111, cf. Epigr.Adesp.SHell.977.5, κατασκευὰς οἰκιῶν ... βαθυπλούτους ὁρῶν D.H.20.4, χρυσοῖο βαθυπλούτοιο κολοσσοί Orác. en ZPE 7.1971.198.2 (Dídima III d.C.)
•de pers., Ph.1.635, Alciphr.2.2.1, κραδίη AP 16.40 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 424] sehr reich, χθών Aesch. Suppl. 549; εἰρήνη Eur. frg. Cresph. IV, 1; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
profondément, càd immensément riche.
Étymologie: βαθύς, πλοῦτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθύπλουτος -ον βαθύς, πλοῦτος overvloedig rijk, met overvloedige rijkdom.
Russian (Dvoretsky)
βαθύπλουτος:
1 чрезвычайно богатый (χθών Aesch.);
2 приумножающий богатства (εἰρήνη Eur., Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύπλουτος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν πλούσιος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 555, Εὐρ. Ἀποσπ. 462, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163· πρβλ. βαθυκτέανος, βάθος 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βαθύπλουτος, -ον)
πολύ πλούσιος.
Greek Monotonic
βᾰθύπλουτος: -ον, υπερβολικά πλούσιος, σε Αισχύλ.