διάφυσις

From LSJ
Revision as of 21:45, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάφῠσις Medium diacritics: διάφυσις Low diacritics: διάφυσις Capitals: ΔΙΑΦΥΣΙΣ
Transliteration A: diáphysis Transliteration B: diaphysis Transliteration C: diafysis Beta Code: dia/fusis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (διαφύω)
A germination, Thphr. HP 8.1.6.
II division, Arist.HA495b9(pl.), Hp.Mochl.1 (pl.); partition, Arist.HA 562a26, Hp.de Arte10; crack, crevice in rocks, Ph.Bel.102.21 (pl.); gorge, Ph.2.117 (pl.); point or line of separation between the stalk and branch, Hp.Oct.12.
III spinous process of the tibia, Id.Fract. 12, Gal.18(2).475.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Morfología: [jón. sg. gen. διαφύσιος Hp.Mochl.1, plu. ac. διαφύσιας Hp.Mochl.1]
I 1punto de unión οἱ καρποὶ ἁδρυνόμενοι ἀποκρίνονταί τε καὶ ἀποπίπτουσι κατὰ τὴν διάφυσιν Hp.Oct.3
anat. diáfisis de los huesos καὶ ἡ ἐπίφυσις διάφυσιν (ἔχει) Hp.Fract.12, αἱ διαφύσιες τῶν σπονδύλων Hp.Mochl.1, cf. Erot.31.16, τὴν ἐν τῷ μέσῳ γεννωμένην ὑπεροχὴν νευροχονδρώδη διάφυσιν εἰπών Gal.18(2).475, cf. 2.350, 3.322.
2 intersticio, cavidad διαφύσεις ἔχει χονδρώδεις εἰς ὀξὺ συνηκούσας Arist.HA 495b9, διαφύσεις δ' ἔνδοθεν ἔχει δι' ὅλου διειλημμένας ὁμοίας τοῖς κηρίοις Thphr.HP 4.8.7, στῆθος ... διαφύσιας ἔχον πλαγίας, ᾗ πλευραὶ προσήρτηνται Hp.Mochl.1, κενόν ἐστιν πολλῶν διαφυσίων μεστόν Hp.de Arte 10, de un tendón, Gal.2.496, διαφύσεις σπέρματος λαμβάνει τὸ σπέρμα Theol.Ar.40.
3 hendidura, corte, separación ἔχει ... ὁ ἰχθὺς οὗτος ... διάφυσιν ὑπὸ τὴν γαστέρα Arist.HA 567b24, cf. 562a26, Sor.69.27.
4 bot. germen, brote de la semilla ἀναβλαστήσεις καὶ διαφύσεις Thphr.HP 8.1.6.
II de materiales como piedra, madera, tierra
1 filón ὑπονόμους δὲ διακόπτοντες ... ὡς ἂν ἡ δ. ᾖ ἀποστιλβούσης πέτρας D.S.3.12
vena de la piedra διαφύσεις ἔχουσα ἐμφερῶς ὀνυχίτῃ λίθῳ Dsc.5.74
veta de la madera διὰ τὸ κτηδόνας λέγεσθαι τῶν ξυλῶν τὰς γραμματοειδεῖς διαφύσεις Sch.Er.Il.21.169b, cf. Eust.1229.43.
2 fisura, grieta, hendidura (τῶν πετρῶν) Ph.Mech.102.21, τὰς ἀφανεῖς ἐνίκμους διαφύσεις εἰς ἅπασαν τὴν ἀρετῶσαν (γῆν) ... ἀπέτεινε Ph.1.8, cf. 2.117, ὑπερρηγμένος ταῖς διαφύσεσι de talco o mica en estado nativo, Basil.Hex.3.4 (p.208).

Greek (Liddell-Scott)

διάφῠσις: -εως, ἡ, (διαφύω) τὸ διὰ μέσου φύεσθαι, τὸ πρῶτον ἄνοιγμα τοῦ βλαστοῦ, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 8. 1, 6. ΙΙ. = διαφυὴ Ι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 16, 13., 6. 3, 18, κλτ.· τὸ μέρος, ἔνθα συνάπτεται μετὰ τοῦ κλάδου ὁ ποδίσκος τοῦ καρποῦ, Ἱππ. 259. 29.

Russian (Dvoretsky)

διάφῠσις: εως ἡ Arst. = διαφυή.

German (Pape)

ἡ, das Durchwachsen, vom Durchbrechen der Keime, Theophr.; = διαφυή, Hippocr.; Arist. H.A. 6.3.