κατάθεσις
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A layering of branches for propagation, κ. κλάδων D.S.2.53; φυτῶν ἐν τῇ γῇ Gp.9.5.1: generally, planting, Χορτασμάτων PStrassb.10.10(iii A.D.).
2 paying down, payment, Ph.2.224, Poll.4.47, 5.103, dub. in CIG2826.17 (Aphrodisias).
3 laying down or affirming, positive statement, δύο στερήσεις κ. ποιοῦσιν EM 97.38.
4 laying aside, giving up, τοῦ πολέμου Anon. ap. Suid. s. vv. καταθέσει, κτηματίτην.
5 in Surgery, position, 'putting up' of a limb, Erot. s.v. κατατεῖναι, Pall. in Hp.Fract.12.273 C.
6 in Law, promise, covenant, Just.Nov.85.3.1, 94.2; also, disposition, POxy.243.11 (i A.D.), Sammelb.5679.18 (iv A.D.).
7 burial, POxy.475.31 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1349] ἡ, das Niederlegen, Hinlegen, bes. vom Gelde, das Erlegen, Bezahlen, Poll. 4, 47 u. a. Sp. – Das Ablegen, Ableger machen von Pflanzen, τῶν κλάδων D. Sic. 2, 53. – Bei Suid. auch κατάπαυσις, κατάληξις, das Aufhören; im E. M. Bejahung, p. 97, 38.
Greek (Liddell-Scott)
κατάθεσις: -εως, ἡ, ὅταν οἱ κλάδοι τοῦ φοίνικος πίπτωσι προς τα κάτω, διπλῇ τῇ καταθέσει τῶν κλάδων ἀμφίχαιτα γινόμενα (τὰ στελέχη τῶν φοινίκων) Διόδ. 2. 53· καταβολή, χώσιμον καταβολάδων εἰς τὴν γῆν, Γεωπ. 9. 5, 1· οὕτω, καταθετέον, ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ κατατιθέναι, αὐτόθι 4. 12, 15. 2) πληρωμή, καταβολὴ χρημάτων, ἐπὶ τῇ καταθ. τοῦ φόρου Συλλ. Ἐπιγρ. 2826. 17 (;), πρβλ. Πολυδ. Δ΄ 47, Ε΄, 103, Θωμᾶν Μάγιστρ. 3) βεβαίωσις, ἐπιβεβαίωσις, Ἐτυμολ. Μ. 97. 38· - ὡσαύτως, κατάθεσις, ὁμολογία, Ἰω. Μαλαλ. σ. 494. 4) ἐγκατάλειψις, τοῦ πολέμου Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 5) κατάθεσις σώματος εἰς τάφον, συχν. ἐν μεταγεν. ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9598, 9610, κ. ἀλλ.
Russian (Dvoretsky)
κατάθεσις: εως ἡ сажание, посадка (τῶν κλάδων Diod.).
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό κατατίθημι → κατά + τίθημι, ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.