ἄπους
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
English (LSJ)
ὁ, ἡ, ἄπουν, τό, gen. ἄποδος,
A footless, without foot or without feet, Pl.Phdr.264c, Arist.HA487a23, Corn.ND16, etc.
2 without the use of one's feet, lame, S.Ph.632; bad of foot, κύνες X.Cyn.3.3; κακόποδες οἳ διὰ τοῦτο καλοῦνται ἄποδες Arist.HA487b24, cf. Metaph.1022b35, de An. 422a29.
II as substantive, = κύψελος, sand-martin, Hirundo riparia; possibly also, the swift, Cypselus apus, Id.HA618a31.
Spanish (DGE)
-ποδος
• Morfología: [ac. sg. ἄπουν S.Ph.632, Pl.Phdr.264c]
I de pies débiles, que tiene dificultades para el uso de los pies (ἔχιδνα) ἥ μ' ἔθηκεν ... ἄπουν (la víbora) que me dejó cojo S.l.c.
•de animales de patas flojas o débiles κύνες X.Cyn.3.3, θηρία Pherecr.209
•de ciertas aves, p.ej., el vencejo común, Cypselus apus τῶν ὀρνίθων εἰσί τινες κακόποδες, οἳ διὰ τοῦτο καλοῦνται ἄποδες· ... φαίνεται δ' ὁ ... ἄπους πᾶσαν ὥραν Arist.HA 487b25, cf. 618a31, Plin.HN 10.114, 11.47.
II 1carente de pies o patas de ciertos seres ideales μήτε ἀκέφαλον εἶναι μήτε ἄπουν Pl.l.c., cf. Ti.34a, de las representaciones de Hermes ἄχειρες καὶ ἄποδες Plu.2.797f, Corn.ND 16 (bis)
•de patas cortadas κανθαρίδες Hp.Mul.2.135, cf. del escorpión que se come su propio apéndice, Lyd.Mag.1.42.
2 como género zoológico ápodo τῶν ἀναιμοτέρων καὶ ἀπόδων ζῴων Democr.B 5.11, cf. Pl.Ti.92a, Epin.981d, τῶν ζῴων τὰ μὲν ἔχει πόδας τὰ δ' ἄποδα Arist.HA 489b19, cf. Plot.3.2.16, οἱ ὄφεις Arist.HA 505b12, cf. Plu.2.636e, Simp.in Ph.470.12.
German (Pape)
[Seite 333] οδος, ohne Fuß, u. zwar a) keinen Fuß habend, Plat. Phaed. 264 c u. sonst, od. – b) die Füße nicht gebrauchend, schlecht zu Fuß, Soph. Phil. 628 ἔχιδνα μ' ἔθηκεν ὧδ' ἄπουν, lahm; κύνες Xen. Cyn. 3, 3; ζῷον, von der Biene, Luc. Dah. als subst., die kurzfüßige Uferschwalbe, die immer nur fliegt, Arist. H. A. 9, 30.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν, gén. ἄποδος
1 sans pieds;
2 qui ne peut se servir de ses pieds, qui a les pieds malades;
3 subst. ἡ ἄπους (ὄρνις) martinet, sorte d'hirondelle qui ne se pose pour ainsi dire nulle part, oiseau.
Étymologie: ἀ, πούς.
Greek Monolingual
-ουν (AM ἄπους)
αυτός που δεν έχει πόδια
αρχ.
1. ανάπηρος στα πόδια, χωλός
2. είδος πτηνού, κύψελος ο άπους, πετροχελίδονο.
Greek Monotonic
ἄπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό,
1. αυτός που στερείται το ένα ή και τα δύο πόδια του, σε Πλάτ.
2. αυτός που δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα πόδια του, χωλός, κουτσός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄπους: 2, gen. ποδος
1 безногий Plat., Arst., Plut.;
2 имеющий слабые или больные ноги, хромоногий Soph., Xen., Arst.
ποδος ἡ (sc. ὄρνις) зоол. стриж Arst.
Middle Liddell
1. without foot or feet, Plat.
2. without the use of one's feet, halt, lame, Soph.