καμπούρης

From LSJ
Revision as of 13:09, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

-α, -ικο και καμπούρικος, -η, -ο (Μ καμπούρης, -α, -ικο)
1. αυτός που έχει καμπούρα, εξόγκωμα στην πλάτη, με τους ώμους γυρμένους, σκυφτός, καμπουριασμένος, καμπουρωτός
νεοελλ.
1. δημώδης ονομασία του πτηνού που σε παλαιότερα ταξινομικά συστήματα ήταν γνωστό ως αιγολήθης ο ευρωπαϊκός
2. φρ. (γι' αυτούς που δυσαρεστούνται χωρίς λόγο) «δεν σέ είπαμε δα και καμπούρη, που μάς ξίνισες τη μούρη» — δεν είπαμε κάτι προσβλητικό ή υβριστικό για σένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. τουρκ. cambur < ελλ. καμπύλος.