ὑπομνηματίζομαι

From LSJ
Revision as of 10:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομνημᾰτίζομαι Medium diacritics: ὑπομνηματίζομαι Low diacritics: υπομνηματίζομαι Capitals: ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hypomnēmatízomai Transliteration B: hypomnēmatizomai Transliteration C: ypomnimatizomai Beta Code: u(pomnhmati/zomai

English (LSJ)

Med.,
A note down for remembrance, make a memorandum of, τι Plu.2.120d, etc.
2 write memoirs or annals, Plb.5.33.5; ὑ. τὰς Ἀλεξάνδρου πράξεις Str.2.1.9:—Pass., to be recorded, ἐν ᾧ ὑπεμνημάτιστο τάδε LXX 1 Es.6.22(23); so freq. in Pap., ἀξιοῦσιν -ισθῆναι τὴν ἔντευξιν αὐτῶν PHamb.29.15 (i A. D.), cf. PRyl. 77.46 (ii A. D.), etc.
b write a treatise, ὑ. τι περὶ ὕψους Longin.1.2; treat of a subject, Demetr.Lac.Herc.1055.23.
3 explain, interpret, οἱ ὑπομνηματισάμενοι commentators, A.D.Synt.156.12, Sch.S. OC390: so in Act., ὁ τὴν Ὀδύσσειαν -ίζων, ὁ Ὅμηρον -ίσας, St.Byz. s. vv. Δωδώνη, Ἐρυθραί, cf. Syrian. in Hermog.1.1 R.

French (Bailly abrégé)

consigner dans des notes, dans des mémoires, acc..
Étymologie: ὑπόμνημα.

Russian (Dvoretsky)

ὑπομνημᾰτίζομαι: делать заметки, записывать (τι Polyb., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομνημᾰτίζομαι: μέσ., σημειοῦμαί τι χάριν μνείας, ἀναγράφω τι εἰς σημειωματάριον, τι Πλούτ. 2. 120Ε, κλπ.· ὑπ. περί τινος Λογγῖν. 1. 2, κλπ.· - γράφω σημειώσεις ἀπὸ μνήμης ἢ χρονικά, Πολύβ. 5. 33, 5· ὑπ. τὰς πράξεις Στράβ. 70· - ὁ ὑπερσυντέλικ. ἐπί παθ. σημασίας, ἐν ᾧ ὑπεμνημάτιστο ταῦτα Ἑβδ. (Ἔσδρ. ϛʹ, 22). 2) ἑρμηνεύω, σχολιάζω, Φιλόξενος ὁ τὴν Ὀδύσσειαν ὑπομνηματίζων Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Δωδώνη· οἱ ὑπομνηματισάμενοι, οἱ ἑρμηνευταί, σχολιασταί, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 158.

Greek Monolingual

Α
βλ. υπομνηματίζω.