φούρκα
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΜΑ
1. διχαλωτός πάσσαλος, δικράνι
2. αγχόνη, κρεμάλα
νεοελλ.
1. οργή, θυμός που δεν έχει εκδηλωθεί έμπρακτα, μνησικακία («η φούρκα του δεν περιγράφεται»)
2. φρ. α) «τον έχω φούρκα» — τον έχω μανία, είμαι εξοργισμένος εναντίον του
β) «μέ πιάνει φούρκα» — εξοργίζομαι, θυμώνω
3. παροιμ. «όπου φούρκα και παλούκι και του σκοτωμένου η μάννα» — λέγεται για συμμορία τυχοδιωκτών και αλητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. furca «δίκρανο στήριγμα»].
(II)
η, Ν
στενό ορεινό πέρασμα, στενωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].