ἀποματαΐζω
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
behave idly or behave unseemly, euphemism for ἀποπέρδω, break wind, Hdt. 2.162, Favor. ap. Stob.4.50.25; cf. ἀποματαιάσαι· ἐξευτελίσαι, Hsch.
Spanish (DGE)
peerse ὁ Ἄμασις ... ἐπάρας ἀπεματάϊσε Hdt.2.162, ἐπάρας τὸ σκέλος ἀπεματάϊσε Fauorin.Fr.15, cf. Tz.Comm.Ar.1.144.18.
German (Pape)
[Seite 314] sich unanständig aufführen, Her. 2, 162, einen Wind streichen lassen, wie Stob. fl. 115. 24.
French (Bailly abrégé)
euphém. p. ἀποπέρδω, lâcher un vent.
Étymologie: ἀπό, μάταιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀποματαΐζω: выпускать кишечные газы Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποματαΐζω: μέλλ. -ίσω, φέρομαι ἀπρεπῶς, πράττω ἄσεμνον πρᾶξιν, κατ’ εὐφημ. ἀντὶ τοῦ ἀποπέρδομαι, ἐπάρας [δηλ. τὸ σκέλος] ἀπεματάϊσε Ἡρόδ. 2. 162, Φαβωρ. παρὰ Στοβ. 586. 43.
Greek Monolingual
ἀποματαΐζω (Α) ματαΐζω
1. συμπεριφέρομαι με απρέπεια
2. πέρδομαι.
Greek Monotonic
ἀποματᾰΐζω: μέλ. -ίσω, συμπεριφέρομαι απρεπώς, σε Ηρόδ.