πολυπόρευτος
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
πολυπόρευτον, much-travelled, Hsch. s.v. πολύστιπτος, Phot. s.v. πολυστείνοις.
German (Pape)
[Seite 669] viel gegangen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπόρευτος: -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν διατρεχόμενος, πατούμενος πολυπάτητος, Ἡσύχ. ἐν λ. πολύστιπτος.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
αυτός από τον οποίο περνούν πολλοί, πολυσύχναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πορευτός (< πορεύω), πρβλ. μακροπόρευτος].