βράδος
From LSJ
ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν → Libya always bears something new
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό, = βραδυτής, X.Eq.11.12, Epicur.Ep.1p.10U.
Spanish (DGE)
-εος, τό
1 lentitud op. τάχος X.Eq.11.12, Epicur.[2] 46.
2 de asuntos burocráticos retraso, demora, PRoss.Georg.5.30re.5, 9, ue.3, 7, 11 (V d.C.), POxy.1869.10 (VI/VII d.C.).
German (Pape)
[Seite 460] τό, Langsamkeit, Xen. Equ. 11, 12.
Russian (Dvoretsky)
βράδος: εος (ᾰ) τό Xen. = βραδυτής.
Greek (Liddell-Scott)
βράδος: -εος, τό, = βρᾰδυτής, Ξεν. Ἱππ. 11, 12.
Greek Monolingual
βράδος, το (Α)
βραδύτητα, αργοπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς, πιθ. κατά το τάχος.
Greek Monotonic
βράδος: -εος, τό = βρᾰδύτης, σε Ξεν.
Middle Liddell
= βραδύτης, Xen.]