σωφρονιστήρ
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
σωφρονιστῆρος, ὁ,
A = σωφρονιστής, Plu.Cat.Ma.27.
II pl., wisdom-teeth (= κραντῆρες), Hp.Carn.13, Cleanth.Stoic.1.118, Ruf.Onom.51, Hsch., etc.
III σωφρονιστὴρ λίθος at Thebes, which restored reason to Heracles, Paus.9.11.2.
German (Pape)
[Seite 1062] ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής; Plut. Cat. mai. 27; γυναικῶν, S. Emp. adv. mus. 11; im plur. die Weisheitszähne, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
conseiller, précepteur, moniteur.
Étymologie: σωφρονίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωφρονιστήρ -ῆρος, ὁ [σωφρονίζω] vermaner, terechtwijzer. (geneesk. ) verstandskies
Russian (Dvoretsky)
σωφρονιστήρ: ῆρος ὁ наставник, руководитель, учитель (δήμων καὶ ἀρχόντων Plut.).
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, ΜΑ
βλ. σωφρονιστήρας.
Greek Monotonic
σωφρονιστήρ: -ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρονιστήρ: ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 27. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., οἱ ὀδόντες τῆς φρονήσεως, ἄλλως κραντῆρες, Ἱππ. 252. 29, Ἡσύχ., κλπ.
Middle Liddell
σωφρονιστήρ, ῆρος, ὁ, = σωφρονιστής, Plat.]