руководитель
From LSJ
Russian > Greek
καθηγεμών, κατηγεμών, κοσμήτωρ, ὑφηγεμών, ὑφαγεμών, ἀρχιτέκτων, κυβερνήτης, σωφρονιστήρ, ποιμήν, ποιμάν, προστάτης, ἐπιμελητής, κορυφαῖος, σημάντωρ, ὑφηγητής, χειραγωγός, χειριστής, ἐξηγητής, καθηγητής, πρωτοστάτης, ναύκληρος, ἡνίοχος, ἁνίοχος, κοσμητής, κοσμητάς, ἔφορος, παιδαγωγός