περιδίνησις

Revision as of 06:55, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

περιδινήσεως, ἡ, whirling round, rotation, revolution, περιδίνησις ἀέρος Plu. Flam.10, cf. Plot.2.2.1, Theol.Ar.60; περιδίνησις τροχοῦ Arr.Tact.38.3, Philostr. Jun.Im.10; περιδίνησις τρυπάνου Heliod. ap. Orib.46.11.12.

German (Pape)

[Seite 573] ἡ, das Herumdrehen im Kreise; Plut. plac. phil. 2, 13, öfter; Schol. Ap. Rh. 4, 444 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

περιδινήσεως (ἡ) :
tournoiement.
Étymologie: περιδινέω.

Russian (Dvoretsky)

περιδίνησις: περιδινήσεως (δῑ) ἡ кружение, вращение (κύκλῳ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

περιδίνησις: περιδινήσεως, ἡ, περιστροφή, Πλουτ. Φλαμιν. 10, ὁ αὐτ. 2, 888D, Φιλόστρ. 880, κτλ.

Greek Monotonic

περιδίνησις: περιδινήσεως, ἡ, περιστροφή ολόγυρα, στροβιλισμός, περιδίνηση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

περιδίνησις, περιδινήσεως, [from περιδινέω
a whirling round, Plat.