διχήρης

From LSJ
Revision as of 08:35, 25 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Ion''" to "E.''Ion'' ")

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχήρης Medium diacritics: διχήρης Low diacritics: διχήρης Capitals: ΔΙΧΗΡΗΣ
Transliteration A: dichḗrēs Transliteration B: dichērēs Transliteration C: dichiris Beta Code: dixh/rhs

English (LSJ)

διχήρες, dividing in twain, κύκλος… μηνὸς διχήρης, of the moon, E.Ion 1156.

Spanish (DGE)

(δῐχήρης) -ες
que divide en dos partes κύκλος ... μηνὸς δ. E.Io 1156.

German (Pape)

[Seite 646] μηνός, wird der Mond Eur. Ion 1171 genannt, was gew. der Zertheiler des Monats erklärt wird.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui marque la division (du mois) en deux parties (ép. de la lune).
Étymologie: δίχα, *ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

δῐχήρης: разделяющий пополам (κύκλος πανσέληνος μηνὸς δ. Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

διχήρης: -ες, εἰς δύο διῃρημένος, διχότομος, κύκλος… μηνός διχήρης, ἐπὶ τῆς σελήνης, Εὐρ. Ἴων. 1156.

Greek Monolingual

διχήρης, -ες (Α)
χωρισμένος στα δύο.

Greek Monotonic

δῐχήρης: -ες (*ἄρω), αυτός που διαιρεί, αυτός που διχοτομεί το μήνα σε δύο μέρη, με γεν., λέγεται για το φεγγάρι, σε Ευρ.

Middle Liddell

adj [*ἄρω]
dividing the month in twain, c. gen., of the moon, Eur.