λῷστος
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
v. λωΐων.
German (Pape)
[Seite 76] att. = λώϊστος, superl. zu λωΐων, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
v. *λῶϊς.
Russian (Dvoretsky)
λῷστος: superl. к λωΐων (стяж. λῴων).
Greek (Liddell-Scott)
λῷστος: -η, -ον, ἴδε ἐν λ. λωίων.
Greek Monolingual
λῷστος, -η, -ον (Α)
1. πάρα πολύ επιθυμητός
2. πάρα πολύ καλός («ᾦ λῷστε πῶλε», Πλάτ.).
Greek Monotonic
λῷστος: -η, -ον, υπερθ. επίθ., βλ. λωΐων.
Translations
best
Arabic: أَفْضَل; Czech: nejlepší; French: meilleur, meilleure; German: Beste; Greek: καλύτερος; Ancient Greek: ἄριστος, βέλτιστος, λῷστος, κράτιστος; Hebrew: מֵיטָב; Hindi: श्रेष्ठ; Hungarian: legjobb; Icelandic: best; Italian: migliore; Japanese: 一番; Korean: 최선; Kurdish Northern Kurdish: baştirîn; Latin: optimus; Malay: terbaik; Maori: pai rawa atu; Persian: خوبترین, بهترین; Polish: najlepszy; Portuguese: melhor; Russian: лучший, наилучший; Samoan: sili; Sanskrit: श्रेष्ठ, वसिष्ठ; Spanish: mejor; Tamil: சிறந்த, மிகச்சிறந்த; Thai: ดีที่สุด; Ukrainian: найкращий, найлі́пший