θείω
From LSJ
English (LSJ)
Ep. for θέω,
A run.
II Ep. for θῶ, 1sg. subj. aor. 2 of τίθημι.
German (Pape)
[Seite 1192] p. = θέω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
épq. c. θέω.
2sbj. ao.2 épq. c. τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
θείω:
I эп. = θέω I.
II (= θέω и θῶ) эп. aor. conjct. к τίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
θείω: Ἐπ. ἀντὶ θέω, τρέχω.
English (Autenrieth)
inf. θείειν, ipf. ἔθεε, θέε, ἔθει, iter. θέεσκον, fut. 2 sing. θεύσεαι, inf. θεύσεσθαι: run; often the part. joined to other verbs, ἦλθε θέων, etc.; said of ships, the potter's wheel, Il. 18.601; a vein, Il. 13.547; and otherwise figuratively.
see (1) θέω.—(2) τίθημι.
Greek Monolingual
θείω (Α)
(επικ. τ. του θέω) τρέχω.
Greek Monotonic
θείω: Επικ. αντί θέω, θῶ, υποτ. αοβ. βʹ του τίθημι.
• θείω: Επικ. αντί θέω, τρέχω.