Μουσαγέτης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Middle Liddell
Μουσ-ᾱγέτης, ου, ὁ, [doric for Μουσηγέτης
leader of the Muses, Lat. Musagetes, of Apollo, Plat.
German (Pape)
[ᾱ], ὁ, Musenführer, so heißt Apollo; Pind. fr. 82; Paus. 1.2.4; Plut. Symp. 9.14.
[Orph. H. 33.6 ist α kurz.]
Russian (Dvoretsky)
Μουσᾱγέτης: ου ὁ дор. = Μουσηγέτης.
Greek (Liddell-Scott)
Μουσαγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. ἀντὶ Μουσηγέτης, ὁ ἡγέτης τῶν Μουσῶν, Λατ. Musagetes, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Ἀποσπ. 82, Πλάτ. Νόμ. 653C, Διόδ., κλ.· καὶ Μουσηγέτα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2342· - ὁ Ἡρακλῆς ὡσαύτως καλεῖται Μουσαγέτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 5987. - Πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 430. [ᾱ κυρίως, ὡς παρὰ Πινδ. ἀλλὰ ᾰ ἐν Ὀρφ. Ὕμν. 34. 6].
Greek Monotonic
Μουσᾱγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. αντί Μουσ-ηγέτης, ο αρχηγός των Μουσών, Λατ. Μusagetes, λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πλάτ.