Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡλιόομαι

From LSJ
Revision as of 10:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιόομαι Medium diacritics: ἡλιόομαι Low diacritics: ηλιόομαι Capitals: ΗΛΙΟΟΜΑΙ
Transliteration A: hēlióomai Transliteration B: hēlioomai Transliteration C: ilioomai Beta Code: h(lio/omai

English (LSJ)

Pass.,
A live in the sun, be exposed to the sun, ἡλιωμένος, opp. ἐσκιατροφηκώς, Pl.R. 556d; of places, ὅπως ἡ γῆ ἡλιωθῇ Theophrastus CP3.4.1, cf. HP1.10.3; τὰ ἡλιούμενα parts exposed to the sun, X.Oec. 19.18; -ούμενος ἀήρ Ath.Med. ap. Orib.9.5.1.
2 to be sun-struck, ἡλιοῦσθαι τὴν κεφαλήν Hp.Aër.3; or sunburnt, Muson.Fr.19p.107H.
3 to be illuminated by the sunlight, Arist.de An.419b31, Pr. 913a22:—late in Act. ἡλιόω, place in the sun, Aët.1.102, 112, al.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιόομαι: (pass.)
1 подвергаться действию палящего солнца (ἰσχνὸς ἀνὴρ πένης, ἡλιωμένος Plat.; ἡλιωθέντες καὶ ῥιγώσαντες πάλιν Plut.);
2 быть освещенным или согреваемым солнцем (τὰ ἄκρα ἡλιοῦται Arst.): τὸ ἡλιούμενον Xen., Arst. (тж. pl.) освещенное солнцем место, солнцепек.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιόομαι: παθ., ζῶ ἐκτεθειμένος εἰς τὸν ἥλιον, ἡλιωμένος, ἀντιθ. ἐσκιατραφηκώς, Πλάτ. Πολ. 556D· ― ἐπὶ τόπων, ὅπως ἡ γῆ ἡλιωθῇ Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 4, 1· τὸ ἡλιούμενον, μέρος προσήλιον, προσβαλλόμενον ὑπὸ τοῦ ἡλίου, περιπεταννύουσα δὲ τὰ οἴναρα, ὅταν ἔτι αὐτῇ ἁπαλοὶ οἱ βότρυες ὦσι, διδάσκει σκιάζειν τὰ ἡλιούμενα ταύτην τὴν ὥραν Ξεν. Οἰκ. 19, 18, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 8, 6. 2) προσβάλλομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἡλιοῦσθαι τὴν κεφαλήν Ἱππ. Ἀέρ. 282· ἢ καίομαι, Μουσών. παρὰ Στοβ. 18. 3. 3) φωτίζομαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. Προβλ. 16. 1· παροιμ., οὔθ᾿ ὕεται, οὔθ᾿ ἡλιοῦται, «ἐπὶ τῶν ἔξω πάσης φροντίδος ἑστώτων, τουτέστιν οὔτε βρέχεται, οὔτε ἡλιοβολεῖται», Ζηνόβ. 5, 53.

Greek Monotonic

ἡλιόομαι: Παθ., ζω εκτεθειμένος στον ήλιο, σε Πλάτ.· τὸ ἡλιούμενον, ηλιόλουστη περιοχή, μέρος ευήλιο, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἡλιόομαι,
Pass. to live in the sun, Plat.; τὸ ἡλιούμενον a sunny spot, Xen.