ἀνάδοτος
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
ἀνάδοτον, given up or to be given up, Th.3.52.
Spanish (DGE)
-ον
1 restituido μὴ ἀνάδοτος εἴη ἡ Πλάταια Th.3.52, cf. Poll.7.13.
2 designado, nombrado ἀνάδοτος ὑπὸ τοῦ ... εἰς φυλακρισίαν PHarris 64.4 (III/IV a.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
remis par suite de capitulation.
Étymologie: ἀναδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάδοτος: сданный или подлежащий сдаче Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάδοτος: -ον, ὁ διδόμενος ὀπίσω, μὴ ἀνάδοτος εἴη ἡ Πλάταια, μὴ ἀποδοθείη, νὰ μὴ δοθῇ ὀπίσω, Θουκ. 3. 52.
Greek Monolingual
ἀνάδοτος, -ον (Α)
αυτός που επιστρέφεται ή μπορεί να επιστραφεί, να δοθεί πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναδίδωμι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναδοτικός.
Greek Monotonic
ἀνάδοτος: -ον (ἀναδίδωμι), αυτός που παραδίδεται πίσω, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἀναδίδωμι
to be given up, Thuc.