συγκοινόομαι

From LSJ
Revision as of 07:35, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "theilen" to "teilen")

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοινόομαι Medium diacritics: συγκοινόομαι Low diacritics: συγκοινόομαι Capitals: ΣΥΓΚΟΙΝΟΟΜΑΙ
Transliteration A: synkoinóomai Transliteration B: synkoinoomai Transliteration C: sygkoinoomai Beta Code: sugkoino/omai

English (LSJ)

Med.,
A communicate, impart, τινί τι Th.8.75 (v.l. -νωνήσαντο).
2 in Pass., to be fastened firmly to, c. dat., Hero Aut.13.9:—Pass. also, -ωμένα let in, sunk, Id.Bel.76.6.

German (Pape)

[Seite 968] dep. med., mitteilen, ξυνεκοινώσαντο τὰ ἀποβησόμενα τοῖς Σαμίοις, Thuc. 8, 75.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
faire part de, communiquer : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: σύγκοινος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κοινόομαι, Att. ook ξυγκοινόομαι delen (met), verbinden (met), met acc. en dat.. τὰ ἀποβησόμενα ἐκ τῶν κινδυνων ξυνεκοινώσαντο οἱ στρατιῶται τοῖς Σαμίοις de soldaten verbonden hun lot wat betreft de toekomstige afloop van het gevaar aan dat van de Samiërs Thuc. 8.75.3.

Russian (Dvoretsky)

συγκοινόομαι: сообщать (τί τινι Thuc.).

Greek Monotonic

συγκοινόομαι: μέλ. -ώσομαι, Μέσ., κοινοποιώ, κοινολογώ, ανακοινώνω, τίτινι, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοινόομαι: Μέσ., κοινοποιῶ, κοινολογῶ, ἀνακοινῶ τινι τι Θουκ. 8. 75.

Middle Liddell

fut. ώσομαι
Mid. to communicate, impart, τί τινι Thuc.