διαναυμαχέω
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
maintain a sea-fight, Hdt.8.63, Th.8.27; πρός τινα Isoc.4.97.
Spanish (DGE)
sostener una batalla naval, αὐτοῦ μένοντας δ. Hdt.8.63, cf. Th.8.27, I.BI 3.466, Plu.Alc.35, Polyaen.4.18.2, πρὸς χιλίας καὶ διακοσίας τριήρεις Isoc.4.97, πρὸς τοὺς βαρβάρους Plu.2.867c, cf. D.S.13.77, D.H.Pomp.6.11, Them.Or.1.12b, Ῥωμαίοις Plb.5.109.2, cf. D.S.14.59, δ. πρὸς τὰς σπιλάδας sostener batalla naval contra los escollos de un mal timonel, Synes.Ep.5 (p.13)
•fig. hacer frente ὁ τῷ φθόνῳ διαναυμαχήσας Plu.2.787e.
German (Pape)
[Seite 591] eine Seeschlacht liefern, Her. 5, 86. 8, 63; Thuc. 8, 78; Isocr. 4, 91; πρός τινα, 4, 97; Plut. Thes. 19; auch τῷ φθόνῳ, an seni 7.
French (Bailly abrégé)
διαναυμαχῶ :
livrer un combat naval.
Étymologie: διά, ναυμαχέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-ναυμαχέω het op zee uitvechten, op zee blijven vechten.
Russian (Dvoretsky)
διαναυμαχέω: давать морской бой, сражаться на море (εἶξαι καὶ οὐ διαναυμαχῆσαι Her.; πρός τινα Isocr., Plut.).
Greek Monotonic
διαναυμᾰχέω: μέλ. -ήσω, διεξάγω ναυμαχία, συγκροτώ θαλασσομαχία, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
διαναυμᾰχέω: συγκροτῶ ναυμαχίαν, Ἡρόδ. 5. 86., 8. 63, διάφ. γραμ. παρὰ Θουκ. 8. 78· πρός τινα Ἰσοκρ. 60Ε.