ἀπειρολογία
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ἡ, (λόγος) interminable argument, S.E. P.2.151(pl.), prob. l. in Phld.Rh.1.7S.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ discusión interminable S.E.P.2.151.
German (Pape)
[Seite 285] ἡ, unbegrenzte Geschwätzigkeit, endlose Diskussion, unaufhaltsames Geschwätz, Sext. Emp.
Russian (Dvoretsky)
ἀπειρολογία: ἡ бесконечная болтливость Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειρολογία: ἡ, (λόγος) ἀπεραντολογία, ὑπερβολική πολυλογία, Σεξτ. Ἐμπ. Π. 2. 151· ἀλλ’ ἀπειρόλογος, ον, ὁ μὴ πεπειραμένος εἰς τὸ λέγειν, μὴ ἐξησκημένος εἰς τὴν χρῆσιν λέξεων. Ἐπιφαν. Ὁμιλ. ἐν ἑορ. Βαΐων σ. 256, Εὐλόγ. 2921Α.