σελίνινος
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
σελίνινον, of celery, τράπεζας σελινίνους Tz.ad Lyc.1232 (but σελιγνίας wheaten (acc. pl.) seems prob.: vv.ll. σελινίας, σελινίνας) ; σ. [ἔλαιον] cj. in Sor.2.24 (σελήνου cod.).
German (Pape)
[Seite 870] von Eppich gemacht; τράπεζα, D. L. 3, 2; vgl. D. Hal. 1, 55; Tzetz. Lycophr. 1232.
Greek (Liddell-Scott)
σελίνῐνος: [ῑ], -η, -ον, ὁ ἐκ σελίνου, Λατ. apiaceus, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. 3, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 1232· ἀλλ’ ὁ Toup εἰς Σουΐδ. προτείνει σεληναῖος, ἔχων τὸ σχῆμα τῆς σελήνης.