πῦρ

From LSJ
Revision as of 19:43, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῦρ Medium diacritics: πῦρ Low diacritics: πυρ Capitals: ΠΥΡ
Transliteration A: pŷr Transliteration B: pyr Transliteration C: pyr Beta Code: pu=r

English (LSJ)

(once πύυρ [ ] by 'distraction', Simon.59 codd. Hdn.Gr. (Rh.Mus.35.101, 38.378)), τό, gen. πῠρός; not used in pl.,

   A v. πυρά, τά:—fire, π. καίειν or δαίειν to kindle fire, Il.8.521, Od.7.7, etc.; π. ἀνακαίειν, ἅπτειν, ἐξάπτειν, αἴθειν, ἐναύειν, v. sub vocc.; π. ποιεῖν, ποιήσασθαι, Anaxipp.1.12, X.An.5.2.27; οἴσετε π. Il.15.718; π. προσέφερον X.An.5.2.14; π. ἐμβαλεῖν νηυσί, κλισίῃσι, Il.15.597, Od.8.501 (tm.); π. φυσητέον, ῥιπίζειν, Ar.Lys.293, Plu.Flam.21; as exclam., "πῦρ βοᾷ Men.Sam.208.    b π. τεχνικόν, v. τεχνικός.    2 funeral-fire (cf. πυρά), ὄφρα πυρός με . . λελάχωσι θανόντα Il.7.79, 22.342, cf. 15.350, 23.76; ζῶντα διδόναι τινὰ πυρί burn one alive, Hdt.1.86.    3 sacrificial fire, ἐν πυρὶ βάλλε θυηλάς Il.9.220, cf. Od.3.341,446; κατὰ τοῦ π. σπένδειν Pl.Criti.120a; διὰ τοῦ π. ὀμνύναι D.54.40.    4 hearthfire, πυρὸς ἐσχάραι Il.10.418, cf. Od.5.59; ἕως ἂν αἴθῃ πῦρ ἐφ' ἑστίας ἐμῆς A.Ag.1435; πυρὶ δέχεσθαί τινα E.Or.47; τὸ π. τὸ ἀθάνατον the fire of Vesta, Plu.Num.9, etc.; deified, Πῦρ ἀθάνατον SIG826 ii 14 (Delph., ii B.C.).    5 lightning, κεραυνὸς ἀενάου πυρός Pi.P.1.6; πῦρ πνέοντος κεραυνοῦ Id.Fr.146; πυρὸς ἀμφήκης βόστρυχος A.Pr.1044 (anap.); πυρὶ καὶ στεροπαῖς S.OT470 (anap.); παλτῷ ῥιπτεῖ πυρί Id.Ant.131 (anap.); θείῳ πυρὶ παμφαής Id.Ph.728 (lyr.).    b fire, light, or heat of the sun, θερινὸν π., opp. χειμών, Pi.P.3.50, cf. Pl.Lg. 865b; of the stars, π. πνείοντα ἄστρα S.Ant.1146 (lyr.); summer solstice, Alcm.79, Paul.Al.A.3.    6 flame of torches, S.Ant.964 (lyr.), etc.; π. εὐάγγελον, ἄγγαρον, πομπόν, of the beacon fire, A. Ag.21,282,299.    7 fever heat, violent fever, πῦρ ἔλαβέν [τινα] Hp. Epid.1.26.ή, al.; ὁ δ' ἔχων θέρμαν καὶ π. ἧκεν Ar.Fr.690; τεταρταίῳ πυρί Call.Aet.3.1.17; π. ἄγριον Hp.Epid.7.20 (of erysipelas acc. to Gal.19.134).    II phrases, ἐν πυρὶ γενέσθαι to be consumed, come to nothing, Il.2.340; φεύγων καπνὸν εἰς πῦρ δεσποτείας ἐμπεπτωκώς 'out of the frying pan into the fire, Pl.R.569b, cf. Prov. ap. Simp.in Epict. p.72 D.; ἦν ἄρα πυρός γ' ἕτερα θερμότερα Ar.Eq.382; πῦρ ἐπὶ πῦρ ἐγχεῖν, ἄγειν, φέρειν, ἐπεισφέρειν, Cratin.18, Ar.Fr.453, Arist.Pr.880a21, Plu.2.61a; εἰς π. ξαίνειν 'plough the sands', Pl.Lg.780c; βασανίζειν χρυσὸν ἐν πυρί Id.R.413e, cf. Plb.21.20.7: as a type of things irresistible or terrible, ἀντίος εἶμι, καὶ εἰ πυρὶ χεῖρας ἔοικε Il.20.371; μάρναντο δέμας πυρὸς αἰθομένοιο 11.596, al.; Ἕκτωρ πυρὸς αἰνὸν ἔχει μένος 17.565, cf. 6.182; so τὸ πεπρωμένον οὐ π. σχήσει Pi.Fr.232; κρεῖσσον ἀμαιμακέτου πυρός S.OT177; οὐδὲν θηρίον γυναικὸς ἀμαχώτερον, οὐδὲ π. Ar.Lys.1015; ἀναρχία κρείσσων πυρός E.Hec.608; ἐχίδνης καὶ πυρὸς περαιτέρω Id.Andr.271; so διὰ πυρὸς ἰέναι (as we say) to go through fire and water, dash through any danger, X.Smp.4.16, cf. Oec.21.7, Ar.Lys.133; but διὰ πυρὸς ἦλθε ἑτέρῳ λέχεϊ she raged furiously against the other partner of the bed, E.Andr.487 (lyr.); διὰ πυρὸς ἔμολον ματρί Id.El.1183 (lyr.); σωθήσεται οὕτω δὲ ὡς διὰ πυρός 1 Ep.Cor.3.15; εἰς π. ἅλλεσθαι X.Mem. 1.3.9; κἂν εἰς π. ἐμβαῖεν Lib.Ep.314.3; π. διέρπειν S.Ant.265; of persons, ὦ π. σύ . . Id.Ph.927; of Hannibal, Plu.Flam.21: metaph. of anxious hope, θάλπει τῷδ' ἀνηκέστῳ πυρί S.El.888; of love, ἀρσενικῷ θέρεται π. Call.Epigr.27.5, cf. 45.2. (Cf. Arm. hur, OE. fyr 'fire', etc.)

German (Pape)

[Seite 819] τό, gen. πυρός, im plur. nach der 2 Declination, τὰ πυρά, τοῖς πυροῖς, das Feuer; πυρὶ φλεγέθοντι, Il. 21, 358; ἀΐδηλον, ἀκάματον, θεσπιδαές, δήϊον u. ä. (s. diese Wörter); πῦρ μέγα καιόντων, anzünden, 8, 521; auch πῦρ δὲ Μενοιτιάδης δαῖεν μέγα, 9, 211, u. öfter; u. pass., ἐπεὶ κατὰ πῦρ ἐκάη, da das Feuer niedergebrannt war, 9, 212; bes. das Feuer des Scheiterhaufens, dah. die Leichenbestattung, ἵνα πυρὸς λελάχωσι θανόντα, 15, 350. 22, 342 u. öfter, daß sie den Todten theilhaftig machen des Feuers, ihn bestatten; vgl. διδόναι τινὰ πυρί, Her. 1, 86; auch das Opferfeuer, oft bei Hom.; ἐν πυρὶ γενέσθαι, in Feuer aufgehen, d. i. zu Rauch werden, zu nichte werden, Iliad. 2, 340; πυρά, die Wachtfeuer, 8, 509. 554. 9, 77. 10, 12; πῦρ πνέειν, Feuer schnauben, Pind. Ol. 7, 71 u. A.; vom Blitz, κεραυνὸν ἀενάου πυρός, Pind. P. 1, 6; Tragg. oft: ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρός, Aesch. Eum. 108; u. plur. vom Opferfeuer, ἐν πυροῖσι κνισσωτοῖς, Ch. 478; πῦρ ἀνάψουσιν θεοῖς, Eur. Or. 1137; von Fackeln, εὔϊόν τε πῦρ, Soph. Ant. 953; vom Blitz, παλτῷ ῥίπτει πυρί, 131; τὸ πῦρ ἐγρήγορεν, Ar. Lys. 306; διὰ τοῦ πυρὸς βαδί. ζειν, 133; – das Feuer als Element, ἐκ γῆς καὶ πυρὸς μίξαντες, Plat. Prot. 320 d, vgl. Legg. X, 889 b; etwas Sprichwörtliches haben die Verbindungen βασανίζοντες πολὺ μᾶλλον ἢ χρυσὸν ἐν πυρί, Rep. III, 413 e; φεύγων ἂν καπνὸν δουλείας εἰς πῦρ δεσποτείας ἂν ἐμπεπτωκὼς εἴη, II, 379 c, εἰς πῦρ ξαίνειν, Legg. VI, 780 c; τὰ πυρά, Wachtfeuer, Xen. Hell. 1, 6, 20 u. sonst; διὰ πυρὸς ἰέναι, durchs Feuer laufen, sich freiwillig in die größte Gefahr begeben, Mem. 1, 3, 9, vgl. Conv. 4, 16; πῦρ ἐμβάλλειν, Pol. 5, 8, 9, der auch vrbdt ἐλθὼν εἰς τὰς πράξεις ὥςπερ εἰς πῦρ, 33, 9, 3, u. wie ἡ ἐκ πυρὸς βάσανος, 22, 3, 7, auch τὴν ἐκ πυρὸς παρέχεσθαι χάριν, 40, 8, 6, welche die Feuerprobe bestanden hat; vgl. noch Dem. ἀξιοπιστότερος τοῦ κατὰ τῶν παίδων ὀμνύντος καὶ διὰ τοῦ πυρός, 54, 40. – Auch = Fieberhitze, πυρετός, Hippocr. – Uebtr., Feuer, Heftigkeit, Leidenschaftlichkeit, Sp. bes. von der Liebe, ἀρσενικόν Callim. 9 (V, 6). – [Υ ist in allen zweisylbigen Casus kurz, u. so in allen Ableitungen u. Zusammensetzungen.] – Vgl. πύϊρ.