στυφελίζω

From LSJ
Revision as of 19:40, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠφελίζω Medium diacritics: στυφελίζω Low diacritics: στυφελίζω Capitals: ΣΤΥΦΕΛΙΖΩ
Transliteration A: styphelízō Transliteration B: styphelizō Transliteration C: styfelizo Beta Code: stufeli/zw

English (LSJ)

   A strike hard, τρὶς δέ οἱ ἐστυφέλιξε . . ἀσπίδ' Ἀπόλλων Il.5.437; πολλὰ δὲ χερμάδια μεγάλ' ἀσπίδας ἐστυφέλιξαν 16.774; στυφέλιξε δέ μιν (sc. ἐγχείη) 7.261; ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ drives away the clouds, 11.305; εἰ . . κ' ἐθέλῃσιν Ὀλύμπιος . . ἐξ ἑδέων στυφελίξαι thrust us from our seats, 1.581; τὸν δ' . . ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε 22.496; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστ. Od.17.234; τινὰ κορύνῃ A.R.2.115; κῦμα . . ναύτας ἐς κοίλην ἐστυφέλιξεν ἅλα AP7.665 (Leon.); ἐκ θεμέθλων ἄνακτας ib.15.22 (Simm.); Ποσείδαν . . ἐστυφέλιξε πόντον Alc.26.    2 generally, treat roughly, maltreat, Il.21.380,512, Od.18.416; τινὰ ὀνείδεσι A.R. 1.273.—Ep. word, used by Pi.Fr.225, S.Ant.139 (lyr., abs.); also σ. τρώματα Hp.Fract.31: in late Prose, Plu.Nob.9.

German (Pape)

[Seite 959] fut. στυφελίξω, schlagen, stoßen, drängen, treiben, treffen; Ἀπόλλων ἐστυφέλιξεν ἀσπίδα, χερμάδια ἀσπίδας ἐστυφέλιξε, Il. 5, 437. 16, 774; ἐγχείη στυφέλιξε μεμαῶτα, 7, 261. 12, 405; vom Winde, νέφεα, die Wolken jagen, verscheuchen, 11, 305; verdrängen, verjagen, τὸν ἐκ δαιτύος ἐστυφέλιξε, 22, 496; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν, Od. 17, 234; ἐξ ἑδέων στυφελίξαι, Il. 1, 581; übh. Einen mißhandeln, hart behandeln mit Worten u. Thaten, μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε, Od. 18, 416. 20, 324, vgl. Il. 21, 380. 512, pass., ξείνους τε στυφελιζομένους, δμωάς τε γυναῖκας ῥυστάζοντας ἀεικελίως, Od. 16, 108. 20, 318; aor. dei Pind. frg. 247; vom Ares, Soph. Ant. 139; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 273.