σκήπτω
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
A.Ag.310: fut. σκήψω (ἐπι-) Pl.Tht.145c (s. v.l.): aor.
A ἔσκηψα E.Hel.834: pf. ἔσκηφα (ἐπ-) D.L.1.117:—Med., fut. σκήψομαι Hdt.7.28, Ar.Ec.1027: aor. ἐσκηψάμην D.6.13:—Pass., aor. ἐσκήφθην IG22.1629.746, (ἐπ-) Pl.Lg.937b: pf. ἔσκημμαι (ἐπ-) Is. 3.12. I prop, stay one thing against or upon another:—Pass. and Med., prop oneself or lean upon a staff, of an aged beggar, πτωχῷ . . ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι, σκηπτόμενον Od.17.203; of a wounded man, αὐτῷ σκηπτόμενον (sc. τῷ ἄκοντι) Il.14.457; βάκτρῳ A.R.2.198: metaph., lean or depend upon a person or thing, μάρτυρι D.34.28, 47. 2 c. acc. rei, put forward by way of support, allege by way of excuse, τὴν βίαν σκήψασ' ἔχεις,= σκήπτεις, E.Hel.834:—in this signf. mo[sdot ]t freq. in Med., allege on one's own behalf, τὸ σκηπτόμενοι οἱ Πέρσαι . . Hdt.5.102; σ. τὸ μὴ εἰδέναι Id.7.28; σκήπτεσθαί τι πρός τινας Th. 6.18, Pl.Sph.217b; σ. ἀσθένειαν allege, pretend illness, Plb.39.1.11; simply pretend, simulate, προσποιητὴν χαρὰν σκηψαμένη prob. l. in Ps.Plu. Fluv.16.1: c. inf., pretend to be, ἔμπορος εἶναι σκήψομαι Ar.Ec. 1027, cf. Pl.904, D.6.13, etc.; σ. εἶναι [φυλῆς τινος] Lys.23.2; καθ' ἥντινα πρόφασιν ἐσκήψατο εἰς θήρας ἰέναι Ant.Lib.41.2: c. acc. et inf., allege or pretend that . ., σ. [τινὰ] παίζοντα λέγειν Pl.Tht.145c, cf. Is. 6.13; σ. τοῦτο, ὡς . . Aeschin.3.242; σ. ὅτι . . Pl.Smp.217d: abs., σ. ὑπέρ τινος make a defence for another, Id.Lg.864d. II let fall or hurl upon, βέλος A.Ag.366 (anap.): metaph., σ. ἀλάστορα εἴς τινα E.Med.1333:—Med., σκήψασθαι κότον τῇ γῇ A.Eu.801 (s. v.l.):— Pass., τῶν τριήρων . . τῶν σκηφθεισῶν κατὰ χειμῶνα which were fallen upon (i.e. caught) in the storm, IG l.c. 2 intr., fall, πέδοι σκήψασα having fallen on the plain below, A.Pr.749; Διὸς ἔριν πέδοι σκήψασαν Id.Th.429; of plague, ὁ πυρφόρος θεὸς σκήψας ἐλαύνει . . πόλιν S. OT28; λίμνην ὑπὲρ Γοργῶπιν ἔσκηψεν φάος shot down across., of the beacon-light, A.Ag.302, cf. 308,310.
German (Pape)
[Seite 896] trans. stützen, feststellen, u. im med. sich stützen, sich auf den Stab lehnen, am Stabe einhergehen, bes. von Greifen u. Bettlern, absol., Od. 17, 203. 338. 24, 158; αὐτῷ (ἄκοντι), sich auf den Speer stützen, Il. 14, 457; βάκτρῳ σκηπτόμενος, Ap. Rh. 2, 198; Etwas als Stütze oder Schutz vor sich stellen, vorschützen, als Vorwand gebrauchen, Her. 5, 102. 7, 128; ἔμπορος εἶ; – ναί, σκήπτομαί γ' ὅταν τύχω, Ar. Plut. 904, wie ἔμπορος εἶναι σκήψομαι Eccl. 1027, ich werde vorgeben, daß ich ein Kaufmann sei; πρὸς τοὺς ξυμμάχους σκηπτόμενος, sich gegen die Bundesgenossen entschuldigend, Thuc. 6, 18; σκηπτόμενος παίζοντα λέγειν τόνδε, Plat. Theaet. 145 c; σκηπτόμενος, ὅτι ὀψὲ εἴη, Conv. 217 d; ὁ δὲ ταῦτα ἐσκήπτετο πρὸς ἡμᾶς, Soph. 217 b; auch ὑπέρ τινος, Einen vertheidigen, Legg. IX, 864 d; πῶς ἂν τῷ δίκαια νομίζειν ταῦτ' εἶναι πεποιηκέναι σκήψαιτο; Dem. 6, 13, u. öfter; οὐ γὰρ τοῦτό γε σκήψῃ ὡς οὐ δυνατὸς εἶ λέγειν, Aesch. 3, 242; σκηψάμενος Λημνίαν, Is. 6, 13; σκήψασθαι ἀσθένειαν, Pol. 40, 6, 11, u. a. Sp.; auch im pass., σκηφθεῖσαι κατὰ χειμῶνα, entschuldigt, Att. Seew. XIV d 25. – Auch im act., wie Hesych. erkl. σκήψας, προφασίσας. – Intrans., sich worauf stämmen, sich mit Gewalt, Heftigkeit worauf werfen, stürzen, bes. von Blitzen, u. von jcder Noth u. Gefahr, die plötzlich mit Gewalt über Einen hereinbricht, schwer auf Einem lastet, u. übh. von schneller Bewegung; λίμνην δ' ὑπὲρ Γοργῶπιν ἔσκηψεν φάος, Aesch. Ag. 293; Ἀτρειδῶν ἐς τόδε σκήπτει στέγος φάος, 301; τὴν Διὸς ἔριν πέδῳ σκήψασαν, Spt. 411, vgl. Prom. 751 (aber im med. trans., ὑμεῖς δὲ τῇ γῇ τῇδε μὴ βαρὺν κότον σκήψεσθε, werfet nicht euern schweren Groll auf das Land, Aesch. Eum. 768, wie Eur. auch im act., τὸν σὸν ἀλάστορ' εἰς ἔμ' ἔσκηψαν θεοί, Med. 1333; ὕπνος δεῖμα πέλωρον ἔσκηψεν βασιλῆϊ περὶ φρένας, Orph. Arg. 781); ἐν δ' ὁ πυρφόρος θεὸς σκήψας ἐλαύνει πόλιν, Soph. O. R. 28, von der Pest; u. sp. D., ἐς δεξιτερὲν ἔσκηψεν ἄλγος Opp. Hal. 3, 153. – Ein perf. ἔσκηφα findet sich D. L. 1, 117.