ἀπρίξ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
Adv.
A fast, tight, ἀ. ὄνυξι συλλαβών S.Aj.310; ἀ. ἔχεσθαι τοῦ κερδαίνειν Id.Fr.328, cf. Theoc.15.68, Luc.Nec.5, Eun.VSp.475 B.; τοῖν χεροῖν λαβέσθαι τινός Pl.Tht.155e, cf. Plb.12.11.6; ἔχειν χείρεσσι Theoc.24.55; δράξασθαι AP5.247 (Paul. Sil.). II Subst., a kind of ἄκανθα (Cypr.), EM132.53.
German (Pape)
[Seite 338] (πρίω, ἀ copulat.), eigtl. mit zusammengebissenen Zähnen festhaltend, nicht loslassend, unablässig, τοῖν χεροῖν λαβέσθαι Plat. Theaet. 155 e; vgl. Soph. Ai. 303; ἀπρὶξ ἔχευ ἁμῶν Theocr. 15, 68 (Schol. ἐμπεφυκότως, ὥστε μὴ διαπρίσαι τὴν συμφυΐαν); vgl. 24, 54. 29, 25; Pol. 10, 11; Luc. Necyom. 5; παλάμη ἀπρὶξ δραξαμένη Paul. Sil. 4 (V, 248); übertr., τοῦ κερδαίνεινἀπρὶξ ἔχονται Soph. frg. 325; ἀπρὶξ ἐμφύντες Ael. N. A. 1, 5.