θάνατος
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
[θᾰ], ὁ, (θνῄσκω)
A death, whether natural or violent, Hom., etc.; τῶν ὑπαλευάμενος θάνατον the death threatened by them, Od.15.275; ὣς θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ 11.412; θάνατόνδε to death, Il.16.693, 22.297; θανάτου τέλος, μοῖρα, A.Th.906 (lyr.), Pers.917 (anap.), etc.; θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς for life and death, Pi.N.9.29; θ. ἢ βίον φέρει S. Aj.802; θάνατος μὲν τάδ' ἀκούειν Id.OC529; θανάτῳ ἴσον πάθος Id.Aj. 215; ἐν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν E.Hel.201; πόλεώς ἐστι θ., ἀνάστατον γενέσθαι it is its death, Lycurg.61; γῆρας ζῶν θ. Secund.Sent.12; θάνατον ἀποθνῄσκειν, τελευτᾶν, Plu.Crass.25, D.H.4.76. 2 in Law, death-penalty, θάνατον καταγνῶναί τινος to pass sentence of death on one, Th.3.81; θανάτου δίκῃ κρίνεσθαι ib.57; θανάτου κρίνειν X.Cyr.1.2.14, Plb.6.14.6; περὶ θανάτου διώκειν X.HG7.3.6; πρὸς τοὺς ἐχθροὺς . . ἀγωνίσασθαι περὶ θ. D.4.47; θ. τῆς ζημίας ἐπικειμένης the penalty is death, Isoc.8.50; ellipt., παιδίον κεκος μημένον τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. στολήν) Hdt.1.109; τὴν ἐπὶ θ. προσαγαγεῖν τινα Luc.Alex.44; but δῆσαί τινα τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. δέσιν) Hdt.3.119; τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι to go to execution, Id.7.223; ἐπὶ θάνατον ἄγεσθαι Id.3.14; τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου for any penalty short of death, Th.4.54; εὐθύνας εἶναι πλὴν φυγῆς καὶ θανάτου καὶ ἀτιμίας IG12.39.73; εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι short of death or maiming, Aeschin.1.183. 3 pl., θάνατοι kinds of death, Od.12.341; the deaths of several persons, S.OT1200, E.Heracl.628 (both lyr.); poet., of one person, A.Ch.53, S.OT496, El.206 (all lyr.); οὐχ ἑνός, οὐδὲ δυοῖν ἄξια θανάτοιν Pl.Lg.908e; πολλῶν θ., οὐχ ἑνὸς ἄξιος D.21.21, cf.19.16, Ar.Pl.483, D.H.4.24; δεύτερος θ. *apoc. 2.11, cf. Plu.2.942f; esp. of violent death, θ. αὐθένται A.Ag.1572 (lyr.), cf. Th.879 (lyr.); εἰς θανάτους ἰέναι Pl.R.399b. II as pr. n., Θάνατος Death, Ὕπνῳ . . κασιγνήτῳ Θανάτοιο Il.14.231, cf. S.Aj.854, Ph.797, etc.; μόνος θεῶν γὰρ Θ. οὐ δώρων ἐρᾷ A.Fr.161; ὃν [ἰὸν] τέκετο Θ. S.Tr. 834; character in E.Alc. III corpse, θ. ἀτύμβευτος AP9.439 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1186] ὁ (θανεῖν), der Tod, sowohl der natürliche, als der gewaltsame Todtschlag, Mord, Hom. u. Folgde; οἰκτίστῳ θανάτῳ θανεῖν, des jämmerlichsten Todes sterben, Od. 11, 412 (aber στρατηγοῦ θάνατον ἀποθνήσκειν Plut. comp. Sull. 4, wie ὀξύν Crass. 25; τὸν ῥᾷστον θάνατον τελευτᾶν D. Hal. 4, 76; a. Sp.); im plur. die Todesarten, πάντες μὲν στυγεροὶ θάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσιν Od. 12, 341; auch der Tod, Mord von mehreren, μελέους θανάτους εὕροντο Aesch. Spt. 860; θανάτοις αὐθένταισι Ag. 1554; δεσποτῶν θανάτοισι Ch. 52; εἰ σέβεις θανάτους ἀγαθῶν Eur. Heracl. 629; Plat. ἔν τε ζωῇ καὶ ἐν πᾶσι θανάτοις, Legg. X, 904 e; εἰς τραύματα ἢ εἰς θανάτους ἰόντος Todesgefahren, Rep. III, 399 a; μυρίων ἄξια θανάτων D. Hal. 4, 24; ἱκανοὺς νομίζεις δῆτα θανάτους εἴκοσι Ar. Plut. 483. – Bei den Attikern bes. die gerichtliche Todesstrafe, Hinrichtung, ἀτιμίαις καὶ θανάτοις κολάζειν Plat. Rep. VI, 492 d; θάνατον καταγιγνώσκειν τινός, die Todesstrafe gegen Einen erkennen, Thuc. u. A.; τὸν παῖδα ἀγόμενον ἐπὶ θανάτῳ Her. 3, 14; τοὺς ἄλλους κατέδησαν τὴν ἐπὶ θανάτῳ 5, 72, vgl. ἐπί; ἡ ἐπὶ θανάτῳ, sc. ζημία, Todesstrafe; θανάτου δίκῃ κρίνεσθαι, einen Proceß haben, wo der Tod die Strafe ist, Thuc. 3, 37; ähnl. κρίνεσθαι τὴν ἐπὶ θανάτῳ, sc. δίκην, Ath. XIII, 590 d; ὑπάγειν τινὰ θανάτου, Einen auf Tod u. Leben anklagen, Xen. Hell. 2, 3, 12. Auch übertr., wie bei uns, θάνατος μὲν τάδ' ἀκούειν, das zu hören ist der Tod, Soph. O. C. 523, vgl. θανάτῳ γὰρ ἴσον πάθος ἐκπεύσει Ai. 214. – Bei Crinag. 35 (IX, 439), ἀτυμβεύτου θανάτοιο λείψανον, steht es für Leichnam. – S. auch nom. pr.