περιμένω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
A wait for, await, c. acc. pers., Hdt.4.89, Ar.Pl.643, etc.; π. Τισσαφέρνην ἡμέρας πλείους ἢ εἴκοσι X.An.2.4.1, etc.: c. acc. rei, π. ἐξ ἀγορᾶς ἰχθύδια Ar.Fr.387.8 ; τοῦ καιροῦ μὴ περιμένοντός τι as the time could not wait for... Plu.Caes.17. 2 require, expect, σχολάζουσαν φιληκοΐαν Id.2.172e. 3 endure, put up with, μακρὰ λέγοντας ἡμᾶς αὐτοὺς περιεμείναμεν Pl.Lg.890e. 4 of events, await, be in store for, τίς με πότμος ἔτι π.; S.Ant.1296(lyr.); μὴ θύσαντας δεινὰ π. Pl.R.365a ; ἃ τελευτήσαντα ἑκάτερον π. ib.614a. II c. inf., οὐ περιμενοῦσιν ἄλλους σφᾶς διολέσαι will not wait for others to destroy them, ib.375c ; ἕκαστος [τῶν λόγων] π. ἀποτελεσθῆναι awaits its accomplishment, Id.Tht.173c; μηδ' ἐφ' ἑαυτὸν [τὰ τοιαῦτα] ἐλθεῖν π. D.21.220; π. τὰ λοιπὰ μαθεῖν D.H.1.13. III abs., wait, stand still, Hdt.7.58, Ar.Ec.517, etc.; π. αὐτοῦ Id.Ach.815 ; ὀλίγον χρόνον Pl.Ap.38c ; π. ἕως <ἂν> τὸν ὄχλον διωσώμεθα X.Cyr.7.5.39 ; ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον Pl.Phd.59d, cf. 116a ; μέχρι τούτου, ἕως ἂν . . D.9.10 ; ἄχρι ἂν . . X.An.2.3.2 ; μέχρις ἄν . . Epict.Ench.15.
German (Pape)
[Seite 582] (s. μένω), auf Einen, der kommen soll od. zurückbleibt, warten, erwarten; τίς με πότμ ος ἔτι περιμένει; Soph. Ant. 1282; ἔνδον κάθημαι περιμένουσα τουτονί, Ar. Plut. 643; Amphis bei Ath. IV, 175 a; ἀλλήλους, Thuc. 5, 64; καιρούς, Isocr. 4, 118; οὕτω περιμένει τὴν εἰς Ἅιδου πορείαν, Plat. Phaed. 116 a, u. öfter; auch cum part., aushalten, ertragen, οὕτω μακρὰ λέγοντας ὴμᾶς αὐτοὺς περιεμείναμεν, Legg. X, 890 e; Xen. Cyr. 7, 5, 39; Folgde; περιμένει ἕως τούτου, μέχρι ἄν, Pol. 5, 56, 2; περιμένων, ἔςτ' ἄν, Luc. Hermot. 40; auch σώματα οὐ περιμένοντα τὴν ἴασιν, abdic. 28.