σπουδαῖος

From LSJ
Revision as of 19:18, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαῖος Medium diacritics: σπουδαῖος Low diacritics: σπουδαίος Capitals: ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ
Transliteration A: spoudaîos Transliteration B: spoudaios Transliteration C: spoudaios Beta Code: spoudai=os

English (LSJ)

α, ον (σπουδή) prop.

   A in haste, quick, σ. τοὺς πόδας Poll. 1.197, 3.149; τὸ σ. τῆς πορείας Polyaen.6.24:—but in ordinary use denoting energy or earnestness:    I of persons, earnest, serious, X.Cyr.2.2.16 (Sup.), cf. Smp.8.3; active, zealous, in canvassing, Plu. Aem.1.    2 good, excellent in their several kinds, Hdt.8.69; opp. φαῦλος, Pl.Lg.757a, 814e, Arist.Po.1448a2; ἀκροαταὶ-ότεροι Isoc.12.271; σ. αὐλητής, opp. ἄνθρωπος μοχθηρός, Antisth. ap. Plu.Per.1; κιθαριστής Arist.EN1098a9; σκυτεύς Id.EE1219a22; ἀνδράποδον D.9.31; σ. τὴν τέχνην X.Mem.4.2.2; περί τι Pl.Lg.817a.    3 in moral sense, good, opp. πονηρός, X.HG2.3.19; opp. φαῦλος, Id.Cyr.2.2.24, Zeno Stoic.1.52; οἱ σ. Λακεδαιμονίων X.HG3.1.9; σ. τὰ ἤθη Isoc.1.4; τῷ ἀρετὴν ἔχειν σ. λέγεται Arist.Cat.10b8, cf. EN1166a13, Top.131b2; σπουδαῖον = ἀγαθον, Id.EN1136b8, 1137b4: generally, of all virtuous objects or qualities, Id.Metaph.1021b24, 1051b24, EN 1151a27, al.    II of things, worth serious attention, weighty, χρῆμα, πρῆγμα, Thgn.65,70,116, etc.; τὰ -έστερα (-έστατα) τῶν πρηγμάτων Hdt.1.8, 133 (v.l. -ότερα, -ότατα), cf. Iisoc.2.50; ταῦθ' ὑμῖν σπουδαιότατ' ἐστίν D.24.4; opp. γελοῖος, Ar.Ra.392 (lyr.); τί γελᾷς ἐπὶ σπουδαίοις πράγμασιν; Pl.Euthd.300e.    2 good of its kind, excellent, σ. νομαί Hdt.4.23; ἡ σπουδαιοτάτη [τῶν ταριχεύσεων] the most elaborate, costliest, Id.2.86, cf. PSI4.413.26 (iii B.C.); ἡ ἰσηγορίη χρῆμα σ. Hdt.5.78; λόγος σ. Pi.P.4.132; μουσική Pl.Lg.668b; τιμαί Id.R.519d; σπέρματα X.Mem.4.4.23; δῶρον οὐ σ. εἰς ὄψιν not goodly to look on, S. OC577; τραγῳδία σ. Arist.Po.1449b17; σ. ὑπόδημα Id.EE1219a22:— a play on senses 11.1 and 11.2 in Arist.EN1176b25, 1177a3; ironically, σ. χρῆμα a fine thing, h.Merc.332.    III Adv. σπουδαίως with haste or zeal, seriously, earnestly, well, X.Cyr.1.3.9, Pl.Cra.406b, etc.: Comp. -ότερον X.Cyr.2.3.20; -οτέρως Plu.Nob.15: Sup. τὰ -ότατα most carefully, in the best way, Hdt.2.86.—Besides the regul. Comp. and Sup., we find in Ion. the forms -έστερος, -έστατος, Hdt. 1.8, 133, Hecat. ap. Eust.1441.15, Eus.Mynd.4.

German (Pape)

[Seite 925] a) von Personen, eilig, eifrig, thätig, – übh. rechtschaffen, sittlich gut; γυνή, Her. 8, 69, wie Plat. def. 415 d erkl. ist: σπουδαῖοςτελέως ἀγαθός, im Ggstz von φαῦλοι, Isocr. 1, 1, wie Plat. Rep. X, 603 c u. öfter; μάντις, Phaedr. 242 c; τῶν σπουδαίων τῶν περὶ τραγῳδίαν ποιητῶν, Legg. VII, 817 a; Xen. Cyr. 2, 2, 24; u. Sp., ἰατρός Luc. Nigr. 2. – b) von Sachen, die der Thätigkeit und des Eifers werth sind, wichtig, bedeutend; πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον, Pind. P. 4, 132; dah. wünschenswerth, vortrefflich, νομαί, Her. 4, 23; οὐ σπουδαῖον ἐς ὄψιν, Soph. O. C. 583, nicht des Sehens werth; ἐπὶ σπουδαίοις οὕτω πράγμασι καὶ καλοῖς, Plat. Euthyd. 300 e; auch das Ernste, im Ggstz von γελοῖα, Legg. VII, 816 d, wie im adv., σπουδαίως εἰρημένος Crat. 406 b; ἔργον, Xen. Hell. 1, 4, 5; σπουδαῖα im Ggstz von γελοῖα auch Cyr. 2, 3, 1; σπουδαίως 1, 3, 9; λόγοι, Pol. 33, 15, 4; καὶ καλὰ ἔργα, 6, 26, 12; σπουδαῖόν ἐστί μοι, es ist mir daran gelegen, wie ταῦτα ὑμῖν σπουδαιότατά ἐστιν Dem. 24, 4; vom Wein, καὶ πολυτελής, Plut. Mar. 44; Ggstz von φαῦλος, S. Emp. pyrrh. 2, 83. – Compar., σπουδαιέστερα τῶν πρηγμάτων, Her. 1, 8, wie τὰ σπουδαιέστατα τῶν πρηγμάτων, 1, 133; aber auch τὴν σπουδαιοτάτην τῶν ταριχεύσεων, die beste Art, 2, 86; u. adv., ὧδε τὰ σπουδαιότατα ταριχεύουσι, ibid.; u. so Plat., εἴτε φαυλότεραι εἴτε σπουδαιότεραι τιμαί Rep. VII, 519 d, τὸ σπουδαιότατον Legg. II, 667 b; σπουδαιότερόν τι πράττειν Xen. Cyr. 2, 3, 20; σπουδαιότατα πράγματα Aesch. 1, 22.