ἐνίστημι

From LSJ
Revision as of 19:31, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνίστημι Medium diacritics: ἐνίστημι Low diacritics: ενίστημι Capitals: ΕΝΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: enístēmi Transliteration B: enistēmi Transliteration C: enistimi Beta Code: e)ni/sthmi

English (LSJ)

causal in pres., fut.and aor. 1 Act., and aor. 1 Med.:—

   A put, place in, ἵππον ἐν λίθοις ἐνιστάναι X.Eq.Mag.1.16; στήλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Hdt.2.102; εἰς αὐτὴν (sc. τὴν πόλιν) ἡνίοχον ἐνστῆσαι Pl.Plt. 266e; τοὺς ἱπποκόμους εἰς (i.e. amongst) τοὺς ἱππέας ἐ. X.Eq.Mag. 5.6: c. dat., ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ A.R.1.563.    2 in Law, institute an heir, ἐ. κληρονόμους τοὺς υἱούς PMasp.151.75 (vi A. D.).    3 aor. 1 Med., also, begin, ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτ' ἐνεστήσαντο Ar.Lys.268; οὐδὲν πώποτε τῶν πραγμάτων ἐνεστήσασθ' ὀρθῶς D.10.21; ὁ τοιοῦτον ἀγῶν' ἐνστησάμενος Id.18.4; ἐ. τὸ πρᾶγμα, Lat. rem instituere, Arist. Pr.951a28; ἀρχὰς τῆς γενέσεως Thphr.HP7.10.4; ὀργὴν καὶ μῖσος πρός τινα ἐνστήσασθαι to begin to show... Plb.1.82.9; πρᾶξιν Plu. Arat.16: c. inf., D.S.14.53.    4 ἐνστήσασθαι τὸ μέγεθος determine the size, Ph.Bel.50.29.    B Pass., with aor. 2, pf., and plpf. Act.:—to be set in, stand in, λὁχοις E.Supp.896; ἐν τῷ νηῷ Hdt.2.91: abs., πύλαι ἐνεστᾶσι ἑκατόν Id.1.179, cf. Pl.Ti.50d, etc.    2 enter upon, take possession of, ὁ νικάσας ἐν τὰν οὐσίαν ἐνίσταται τὰν τοῦ ἁλόντος Foed. Delph.Pell. 2B 14.    II to be appointed, σοῦ ἐνεστεῶτος βασιλέος Hdt.1.120, cf. 6.59; ἐς ἀρχήν Id.3.68; ἐς τυραννίδας Id.2.147.    III to be upon, threaten, c. dat. pers., τοιούτων τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐνεστεώτων πρηγμάτων Id.1.83; τὸν πόλεμον τὸν ἐνστάντα σοὶ καὶ τῇ πόλει Isoc.5.2; in war, press hard, τινί Plb.3.97.1: abs., begin, [τοῦ θέρους] ἐνισταμένου Thphr.HP9.8.2; ἐνισταμένου τοῦ ἐνιαυτοῦ LXX 3 Ki.12.24; to be at hand, arise, ὁ τότ' ἐνστὰς πόλεμος D.18.89, cf. 139, Plb.1.71.4; τοῦ πολέμου πρὸς Φίλιππον ὑμῖν ἐνεστηκότος Aeschin.2.58: esp. in pf. part., pending, present, μιᾶς ἐνεστώσης δίκης Ar.Nu.779, cf. Is.11.45, D.33.14; ὁ νῦν ἐνεστηκὼς ἀγών Lycurg.7; so οὐδενὸς ἡμῖν ἐνεστῶτος πρὸς αὐτούς PStrassb.91.21 (i B.C.); of Time, instant, present, τοῦ ἐνεστῶτος μηνός Philipp. ap. D.18.157; ἡ ἐνεστῶσα κακία, ἀνάγκη, PPetr.2p.60, 1 Ep.Cor.7.26; κατὰ τὸν ἐ. καιρόν Arist.Rh.1366b23; ἀγαθὸν ἐνεστὼς ἢ μέλλον Stoic.3.94; cf. ἐνεστάναι τὸν πάντα χρόνον ὡς τὸν ἐνιαυτὸν ἐνεστηκέναι λέγομεν Apollod.Stoic.3.260.    2 esp. Gramm., ὁ ἐνεστὼς (sc. χρόνος) the present tense, Stoic.2.48, D.T.638.22, A.D.Pron.58.7, al.; also ἐνεστῶσα συντέλεια the state of completion expressed by the perfect tense, Id.Synt.205.15: also in aor., τοῦ ποτὲ ἐνστάντος when the moment has arrived, Plot.4.3.13; τὰ ἐνεστηκότα πράγματα present circumstances, X.HG2.1.6; so τὰ ἐνεστῶτα Plb.2.26.3.    IV stand in the way, resist, block, τοῖς ποιουμένοις Th.8.69; τῇ φυγῇ Plu.Luc.13; τῇ αὐξήσει Id.Rom.25; πρὸς πᾶσάν τινι πολιτείαν Id.Arist.3, cf.Marc.22: abs., stand in the way, Th.3.23; in argument, ἐνέστηκεν ὃ νυνδὴ Κέβης ἔλεγε Pl.Phd.77b; ὁ ἐνεστηκώς the opponent in a lawsuit, SIG45.28 (Halic., v B.C.).    2 in Logic, object, τῷ καθόλου Arist.Top.157b3; πρὸς τὸν ἔξω λόγον Id.APo.76b26: abs., Id.Rh.1402b24,al.; ἐ. ὅτι . . Id.APr.69b6; ὡς . . Id.EN1172b35, A.D. Synt.176.23.    3 of the Roman tribunes, exercise the right of intercessio, veto, Plb.6.16.4, Plu.TG10,al.    V of fluids, congeal, freeze, ὕδωρ ἐνεστηκός Thphr.CP5.13.1; become impacted in, ἐνιστάμενον ἐπὶ τὰ τοῦ στομάχου στενά (sc. γάλα) Dsc.Alex.26.

German (Pape)

[Seite 845] (s. ἵστημι), hinein, dabei, darauf stellen, setzen; Hippocr.; στήλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Her. 2, 102; χρυσᾶ ἀγάλματα ἐνέστησαν Plat. Critia. 116 d; οἷον ἡνίοχον εἰς αὐτὴν ἐνστήσας Polit. 266 e; αὑτὸν ἐκμάττειν τε καὶ ἐνιστάναι εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τύπους Rep. III, 396 e; τοὺς ἱπποκόμους εἰς τοὺς ἱππέας Xen. Hipparch. 5, 6, vgl. 1, 6. Uebertr., τὸν νοῦν, τὴν διάνοιαν, den Verstand, die Gedanken worauf richten, Arist. – Häufiger im med. u. zwar – al aor. I. = act., ἄγαλμα ἐνστήσασθαι, darin aufstellen, Poll. 1, 11; ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ Ap. Rh. 1, 563; δόμοισιν ἄκοιτιν, hineinbringen, 4, 97. Dah. einrichten, anstellen, unternehmen, ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο ἐνεστήσαντο Ar. Lys. 268; οὐδὲν τῶν πραγμάτων ἐνεστήσασθε οὐδὲ κατεσκευάσασθε ὀρθῶς Dem. 10, 21; 18, 193; ὁ τοιοῦτον ἀγῶνα ἐνστησάμενος 18, 4; öfter δίκην, κρίσιν, einen Proceß anstellen, Lys. u. a. Redner; πόλεμον, Pol. u. D. Sic. Auch praes. u. impf. so, ἐνίστατο τὴν περὶ Ἀκροκόρινθον πρᾶξιν, er begann die Unternehmung gegen Akr., Plut. Arat. 16; ὑπὲρ οὗ νῦν ἐνιστάμεθα τὴν διήγησιν Pol. 22, 15; πορθεῖν ἐνίστατο τὰς πόλεις, er legte es darauf an, die Städte zu zerstören, D. Sic. 14, 53; fut., τίνα τὴν τοῦ βίου όδὸν ἐνστήσονται, welchen Weg werden sie einschlagen, Plat. Ax. 367 a. – Aehnl. ὀργὴν καὶ μῖσος ἐνεστ ήσαντο πρός τινα Pol. 1, 82, 9, Zorn u. Haß gegen Jem. beweisen. – Gew. b) mit aor. II. u. perf. act., darinstehen; λόχοις ἐνεστὼς ἤμ υνε χώρᾳ Eur. Suppl. 896; πύλαι ἐνεστᾶσι ἑκατόν, stehen, d. i. sind darin, Her. 2, 179; ἄγαλμα ἐνέστηκε 2, 91; ὕδωρ ἐνεστηκός, darin stehen gebliebenes Wasser, Theophr.; ἐν ῷ ἐκτυπούμενον ἐνίσταται Plat. Tim. 50 d, vgl. oben. Bes. ἐνίστασθαι εἰς τὴν ἀρχήν, die Regierung antreten, Her. 3, 67 u. öfter; auch ohne Zusatz, ἄλλος ἐνί σταται βασιλεύς 6, 59; σέο ἐνεστεῶτος βασιλῆος 1, 120; ἔτι μιᾶς ἐνεστώσης δίκης, da noch ein Proceß anhängig gemacht ist, schwebt, Ar. Nubb. 779; ἐνεστηκυιῶν δικῶν Dem. 33, 14; Is. 11, 46 u. A.; ἐνεστηκότα πράγματα stehen den προγεγενημένα entgegen, Din. 1, 93; τὰ ἐνεστηκότα πράγματα, der gegenwärtige Stand der Dinge, Xen. Hell. 2, 1, 6; τὰ ἐνεστηκότα Pol. 2, 26, 3. 3, 15, 4; ὁ ἐνστὰς πόλεμος Isocr. 5, 2; Dem. u. A.; πόλεμος ἐνεστώς, der gegenwärtige Krieg, Pol. 1, 75, 2 u. öfter; ἤδη τῆς πολιορκίας δεύτερον ἔτος ἐνεστηκυίας, da die Belagerung schon das zweite Jahr dauerte, 7, 15, 2; τραυμάτων ἐνεστώτων, die da sind, Plat. Legg. IX, 878 b; ἐνισταμένου θέρους, mit Beginn des Sommers, Theophr. u. A.; bei den Gramm. ὁ ἐνεστὼς χρόνος, das Präsens. – c) sich entgegenstellen, bevorstehen, drohen; τοιούτων τοῖσι Σπαρτιήτῃσι ἐνεστεώτων πρηγμάτων Her. 1, 83; μείζονος ἐνίστατο πολέμου καταρχή Pol. 1, 71, 4; – sich widersetzen, Widerstand leisten, τοῖς ποιουμένοις Thuc. 8, 69; ἀλλ' ἔτι ἐνέστηκε τὸ τῶν πολλῶν, ὅπως μή – Plat. Phaed. 77 b; τοῖς εἰρημένοις ἐνστῆναι Isocr. 5, 39; οἱ δὲ ἐνιστάμενοι ὡς οὐκ – Arist. Eth. 10, 2, 4; ταῖς ἐπιβολαῖς Pol. 2, 46, 4; πρός τι, Plut. Aristid. 3; τινὶ πρός τι, Jemand in Bezug auf Etwas, Marc. 22. Bes. bei den Rhetorikern u. in der Gerichtssprache, gegen Etwas protestiren, Instanz machen, vgl. Arist. rhet. 2, 25. Bei den Römern das Intercediren der Volkstribunen, Pol. 6, 16, 4 u. Plut. öfter; τῇ φυγῇ Plut. Lucull. 13; τινί, Jemanden bedrängen, verfolgen, Pol. 3, 97, 1; auch wie instare = antreiben, Plut. Lac. apophth. p. 240; von Flüssigkeiten auch = gerinnen, fest werden, Diosc., Medic.