φάος
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
φάεος, τό, Att. contr. φῶς, φωτός, and resolved Ep. φόως (φώωσδε, though read by Ar.Byz. and Aristarch., is to be rejected in Il.16.188); Aeol. φάος Sapph.Supp.25.9, but cf. φαυοφόρος:—Hom. uses φάος and φόως, never φῶς; of the oblique cases he uses only dat. sing. φάει and acc. pl. φάεα; dat. pl.
A φαέεσσι Hes.Fr.142.4, Call. Dian.211, etc.:—φάος is the only form used by Pi.: Trag. use φάος or φῶς, both in lyr. and dialogue, as metre requires: Com. use φάος in lyr. only, Ar.Eq.973, Ra.1529; φῶν is a late acc. in BCH51.380 (Cyme, Hymn to Isis); in Prose φῶς is the only form used in nom. and acc.: gen. φάους X.Cyr.4.2.9, 26, Oec.9.3, Arist.de An.429a3; dat. φάει A.Ag.575, Ch.62 (lyr.), S.Ph.415, 1212 (lyr.), etc.: pl., φάη B. 8.28, Gal.18(2).250, AP7.373 (Thall.); gen. φαέων Arat.90; dat. φάεσι Call.Dian.71; in Prose gen. φωτός Pl.R.518a, Ax.365c; dat. φωτί Luc. Musc.Enc.9, etc. (φῷ E.Fr.534); pl., φῶτα IG11(2).203 A33 (Delos, iii B. C.), etc.; gen. φώτων ib.42(1).110.43 (Epid., iv B. C.); dat. φωσί (v. infr. 1.2): (φάω) . [ᾰ regularly; but Hom. always has ᾱ metri gr. in φᾱεα; and so dat. pl. φᾱεσι in Call.Dian.71]:—light, esp. daylight, ἤδη φ. ἦεν ἐπὶ χθόνα Od.23.371; φ. οἴχεθ' ὑπὸ ζόφον 3.335; κατέδυ λαμπρὸν φ. ἠελίοιο Il.1.605; Ἠὼς . . Ζηνὶ φόως ἐρέουσα 2.49; ἀθανάτοισι φόως φέροι Od.5.2; νὺξ ἀποκρύψει φάος A.Pr.24; τὸ τοῦ ἡλίου φῶς Pl.R. 515e; πρὸς τὸ φῶς βλέπειν ibid.; οὐράνιον φῶς, αἰθέρος φῶς, S.Ant.944 (lyr.), E.Ph.809 (lyr.); ἡμέρας ἁγνὸν φάος Id.Fr.443; ἡμερήσιον φάος A.Ag.23; τὸ ἡμερινὸν φῶς Pl.R.508c; ἐν φάει by daylight, Od.21.429; ἕως ἂν φῶς γένηται till daybreak, Pl.Prt.311a; ἅμα φάει at daybreak, Plu.Cam.34; ἅμα τῷ φωτί Plb.1.30.10, al.; ἕως ἔτι φῶς ἐστιν while there is still light, Pl.Phd.89c; ἔτι φάους ὄντος X.Cyr.4.2.26; κατὰ φάος νύκτας τε E.Ba.425 (lyr.); κατὰ φῶς, opp. νύκτωρ, X.Cyr.3.3.25; also, of moonlight and starlight, φαέεσσι σελήνης Hes. l. c., cf. Pi.O.10(11).75, Bion Fr.8.5, etc.; ἀστέρος τηλαυγέστερον Pi.P.3.75; τὰ φῶτα, sc. sun and moon, Ptol.Tetr.37,38. b in Poets, freq. in phrases concerning the life of men, ζώει καὶ ὁρᾷ φ. ἠελίοιο Il.18.61, cf. Od.4.540, etc.; λείπειν φ. ἠελίοιο Hes.Op.155, Thgn.569; ἐς φάος οὐκ ἀνίεσκε, ἀκίκεσθε, Hes.Th.157,652; ζῇ τε καὶ βλέπει φάος A.Pers.299; ὅστις φῶς ὁρᾷ S.OT375; ὄντα ἐν φάει Id.Ph.415, etc.; Διὸς ἐν φάει E.Hec.707 (lyr.); πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς, ἀναγαγεῖν εἰς φῶς, A.Pers.630 (anap.), Ar.Av.699 (anap.); πρὸς φῶς ἀνελθεῖν S.Ph.625; πρὸς φῶς ἄγειν Pl.Prt.320d; λείπω φάος Ar.Ach.1185 (paratrag.); εἰ στερήσομαι τοῦδε τοῦ φωτός Pl.Ax.365c: but also εἰς φῶς ἰέναι to come into the light, i.e. into public, S.Ph.1353; εἰς φῶς λέγειν ib.581; τὸ φῶς κόσμον παρέχει light (i. e. publicity) is a guarantee for order, X.Ages.9.1. c simply a day, φῶς ἓν ἡλίου καταρκέσει E.Rh.447; νόστιμον βλέπειν φάος, = ἦμαρ, A.Pers.261: pl., κρισίμων φαέων of critical days, AP11.382.11 (Agath.). 2 the light of a torch, lamp, fire, etc., τίς τοι φάος οἴσει; Od.19.24, cf. 34,64; φάος πάντεσσι παρέξω 18.317; φῶς δαίων A.Ch.863 (anap.); ποιεῖν X.HG6.2.29; πρὸς φῶς πίνειν to drink by the fire, Id.Cyr.7.5.27; a light, φῶς ἔχων . . ἀφηγεῖτο Id.HG5.1.8: pl., Plu.Pel.12, Ant.26, etc.; τὰ φ. the illuminations, IG11(2).203A33 (Delos, iii B. C.); μέσοις φωσίν at a moderate fire, Ps.-Democr.Alch.p.46 B., cf. Zos.Alch.pp.147,155 B. 3 the light of the eyes, φάος ὀμμάτων, ὄσσων, Pind.N.10.40, Opp.H.4.525: pl., φάεα eyes, Od.16.15, 19.417; τίεσκον ἴσον φαέεσσιν ἐμοῖσι Mosch.4.9; φάη Gal. l. c.: sg., of the Cyclops' eye, E.Cyc.633. 4 window, IG42(1).110.43 (Epid., iv B. C.), Plu.2.515b; opening in a machine, Heliod. ap. Orib.49.7.14. II light, as a metaph. for deliverance, happiness, victory, glory, etc., καὶ τῷ μὲν φάος ἦλθεν Il.17.615; φόως δ' ἑτάροισιν ἔθηκεν 6.6; ἐπὴν φάος ἐν νήεσσι θήῃς 16.95; ἐν χερσὶ φόως 15.741; [πύλαι] πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος 21.538; φ. ἀρετᾶν Pi.O.4.11; δώμασιν φάος μέγα A.Pers.300, cf. S.Ant. 600 (lyr.), Aj.709 (lyr.); λαμπρὸν φ. γένους Trag.Adesp.9; of persons, ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι Il.16.39, cf. 8.282, etc.; esp. in addressing persons, ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος Od.16.23; ὦ φάος Ἑλλήνων Anacr.124; Ἀκραγαντίνων φάος Pi.I.2.17; ὦ φίλτατον φῶς S.El.1224, 1354; ὦ μέγιστον Ἕλλησιν φάος E.Hec.841; in late Prose, Anon. ap. Suid. s.v. ὦ φῶς: pl., AP7.373 (Thall.). b of God, ὁ θεὸς φ. ἐστί 1 Ep.Jo.1.5; φ. καὶ ζωή ἐστιν ὁ θεὸς καὶ πατήρ Corp.Herm.1.21; of Christ, φ. εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν Ev.Luc.2.32, etc. 2 with reference to illumination of the mind, τῆς ἀληθείας τὸ φῶς E.IT1026; φ. ἐν τῷ φιλοσοφεῖν Plu.2.77d, cf. 47c; τὸ φ. τὸ ἐν σοί Ev.Matt.6.23; τὸ φ. τῆς ζωῆς Ev.Jo.8.12; ἐν τῷ φ. εἶναι 1 Ep.Jo.2.9; τέκνα φωτός, ὅπλα τοῦ φ., Ep.Eph.5.8, Ep.Rom.13.12. III the dark ring round the nipple, Poll.2.163.
German (Pape)
[Seite 1255] εος, τό, zsgzgn φῶς, φωτός, ep. aufgelös't φόως, – 1) das Licht; bes. das Tageslicht, der Tag, der Tagesanbruch; oft bei Hom.: λαμπρὸν φάος ἠελίοιο Il. 1, 625; ἤδη γὰρ φάος οἴχεθ' ὑπὸ ζόφον Od. 3, 335; ἔδυ φάος ἠελίοιο Il. 23, 154; ἤδη μὲν φάος ἦεν ἐπὶ χθόνα Od. 23, 371; ἐν φάει, bei Licht, bei Tage, 21, 429; selten in Prosa, ἔτι φάους ὄντος Xen. Cyr. 4, 2,26, u. öfter; – ὁρᾶν φάος ἠελίοιο = ζῆν, λείπειν φάος ηελίοιο = θνήσκειν; – ἐρατὸν σελάνας Pind. Ol. 11, 75, τηλαυγέστερον ἀστέρος P. 3, 75; ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος Aesch. Prom. 24; ἄψοῤῥον ἥξεις εἰς φάος 1023; ζῇ τε καὶ φάος βλέπει Pers. 291; Eum. 716 u. oft; auch gradezu der Tag, ἀέλπτως νόστιμον βλέπω φάος Pers. 255; ὡς μηκέτ' ὄντα κεῖνον ἐν φάει νόει, am Leben seiend, Soph. Phil. 413, vgl. 659; οὐκέτ' ὄντα Διὸς ἐν φάει Eur. Hec. 707, u. oft. – Auch das durch Feuer, Fackeln u. vgl. hervorgebrachte Licht, ἐγὼ τούτοισι φάος πάντεσσι παρέξω Od. 18, 317, τίς τοι φάος οἴσει 19, 24, λύχνον ἔχουσα φάος περικαλλὲς ἐποίει 34, νήησαν ξύλα πολλὰ φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι 64. Dah. bei den Attikern auch das, was Licht giebt, Kerze, Fackel. – Φῶς ποιεῖν, Feuer anzünden, Xen. Hell. 6, 2,29; κατὰ φῶς πίνειν Cyr. 7, 5,27; λύχνος φῶς παρέχει Conv. 6, 7, u. A. – Dämmerung, Plut. Camill. 34. – Auch wie lumen, das Fenster od. die Oeffnung, durch welche das Licht einfällt, φῶτα μετατιθέναι, die Fenster verändern, Plut. de curios. 1. – 2) das Licht im Ggstz des Dunkels als Bild der Freude, des Heils, also Glück, Heil, Rettung, Sieg; φόως δ' ἑτάροισιν ἔθηκεν Il. 6, 6, wie ἐπὴν φάος ἐν νήεσσιν θήῃς 16, 95; ἤν πού τι φόως Δαναοῖσι γένωμαι 16, 39, wie μάλα δέ σφι φόως γένετο 15, 669; τῷ μὲν φάος ἦλθεν 17, 615; οὐδέ τι Πατρόκλῳ γενόμην φάος 18, 102; αἱ δὲ (πύλαι) πετασθεῖσαι τεῦξαν φάος 21, 538, bereiteten ihnen Rettung; Ἀκραγαντίνων φάος Pind. I. 2, 17; Freude, Aesch. Pers. 292 Eum. 496 Soph. Ant. 596; dah. auch in der Anrede an Personen, deren Erscheinen glück- od. heilbringend ist, γλυκερὸν φάος Od. 16, 23. 17, 41, wenn man nicht dies mit dem dichterischen Gebrauche, daß – 3) τὰ φάεα »die Augen« heißen, zusammenbringen will, Od. 16, 15. 17, 39. 19, 417; vgl. ὀμμάτων κρύπτειν φάος Pind. N. 10, 40; auch im sing., vom Auge des Kyklopen, Eur. Cycl. 633. – [Α, an sich kurz, wird im nom. u. acc. plur. lang, φάεα, wie in φάεσι Callim. Dian. 71; vgl. περιφάεα κύκλα Opp. Hal. 2, 6.]