τριηραρχέω

From LSJ
Revision as of 09:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐηραρχέω Medium diacritics: τριηραρχέω Low diacritics: τριηραρχέω Capitals: ΤΡΙΗΡΑΡΧΕΩ
Transliteration A: triērarchéō Transliteration B: triērarcheō Transliteration C: triirarcheo Beta Code: trihrarxe/w

English (LSJ)

pf.

   A τετριηράρχηκα Isoc.15.145, Lycurg.139:—command a trireme, Hdt.8.46, Th.4.11: c. gen., τ. νεός Hdt.7.181; τῆς Παράλου Is.5.42; τ. ἐς Κύπρον Lys.19.25.    II at Athens, and in the empires of the Diadochi, to be trierarch, i.e. fit out a trireme for the public service, Ar.Eq.912 (lyr.), Ra.1065 (anap.); τ. πολλά Antipho 2.2.12; τριηραρχίας πολλὰς τ. Lys.13.62; Γνώμη, . . ἧς ἐτριηράρχει Ἀπολλόδωρος IG22.1627.250; εἰς τὴν ναῦν ἣν τριηραρχεῖ PCair.Zen.36.5 (iii B. C.); οἶκος τριηραρχῶν a family wealthy enough for the trierarchy, Is.7.32; ὅσοι . . τετριηραρχήκασι (at Teos and Lebedos) SIG344.66 (iv B. C.):—Pass., τριηραρχοῦσιν οἱ πλούσιοι, ὁ δὲ δῆμος τριηραρχεῖται has trierarchs found it, X.Ath.1.13.    III in the cult of Isis, equip the sacred ship, τριηραρχήσαντα ἱεροπρεπῶς LW1143 (Cius): cf. ναυβατέω, ναυαρχέω.

Greek (Liddell-Scott)

τριηραρχέω: πρκμ. τετριηράρχηκα Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 145, Λυκοῦργ. 167. 34. Εἶμαι τριήραρχος, κυβερνῶ τριήρη, ἀνδρὸς δοκίμου καὶ τότε τριηραρχέοντος Ἡρόδ. 8. 46, Θουκ. 4. 11· ὡσαύτως μετὰ γεν., τρ. νηὸς Ἡρόδ. 7. 181· τριηραρχῶν τῆς Παράλου Ἰσαῖος 55. 19· τριηραρχῶν ἐς Κύπρον Λυσί. 154. 13. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἶμαι τριήραρχος, δηλ. ἐξοπλίζω τριήρη εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ δημοσίου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 912, Βάτρ. 1065 τρ. πολλὰ Ἀντιφῶν 117. 33· τρ. τριηραρχίαν Λυσί. 135. 31· οἶκος τριηραρχῶν, οἰκογένεια ἱκανῶς πλουσία πρὸς τριηραρχίαν, Ἰσαῖος 66. 38· ― ὡσαύτως ἐν τῷ παθητ., τριηραρχοῦσιν οἱ πλούσιοι, ὁ δὲ δῆμος τριηραρχεῖται Ξεν. Ἀθην. 1, 13. ― Πρβλ. τριηραρχία.